_κάθε καινούρια αρχή είναι και πιο κοντά στο τέλος .

27.11.12

ναι. κάτι.

στράβωσαν κάτι
λαμαρίνες προχθές στη γειτονία
και βγήκαν από μέσα κάτι
γάτες,
με πονηρό βλέμμα γάτες,
και κάτι
νιαούρισαν στ' ανθρώπινα
και κάτι
είπαν και γέλασαν.

Ο τρόπος της,
που συνήθως ήταν σαν απότομος τεράστιος γκρεμός,
σε καύλωνε.

Οι γάτες μπάνισαν κάτι
πουλιά,
κατάμαυρα πουλιά,
και κατέστρωσαν κάτι
σαν σχέδιο
για να τα φάνε.

Ο τρόπος της,
που συνήθως ήταν σαν σκέτος, βαρύς καφές,
βούλιαζε σε κάτι
που μοιάζει με ζεστή σοκολάτα.

Τα πουλιά κάτι
κατάλαβαν-
πάντα καταλαβαίνουν κάτι τα πουλιά-
και ζήτησαν από τις γάτες
να τους υποσχεθούν
κάτι.

"Αν είναι να με φας,
τουλάχιστον να το γουστάρεις",
τους είπαν στα γατίσια.

Ο τρόπος της,
ήταν σαν κάτι τέτοιο.

2.11.12

Αν θες να ζήσεις.

Νομίζεις ότι
θα σε σώσουν
το Αίμα και το σίδερο.
Το ζήτημα όμως είναι
το ατσάλι.
Κάθε άλλη προσπάθεια,
κι αν είναι γεμάτη ειλικρίνεια ακόμα,
πάει χαμένη.
Ο εχθρός δεν είναι μόνο
προ των πυλών.
Είναι και έτοιμος,
οργανωμένος και συμπαγής,
διψάει για αίμα
και δεν πρόκειται να
λυπηθεί
κανένα παιδί
όσο μεγάλα κι αν είναι τα
μάτια του.

Γι' αυτό σου λέω.
Ο δρόμος που πάει
στο μέλλον
είναι μονόδρομος.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη
αναγκαιότητα
απ' αυτή.

Ατσάλι ή θάνατος.



27.10.12

δεν υπάρχει τέτοια

μου λείπει, ναι. η παλιά
ζωή είχε τη γλύκα μελαγχολημένου κουραμπιέ.
χωρίς συγκινήσεις όμως.
χωρίς μύες. χωρίς πόδια.

άλλοι έγιναν διάσημοι κοιτάζοντας
πως να σωθούν.
άλλοι 'φταίγαν. άλλοι όχι.
ποιητές όλοι τους.
το δια ταύτα το ίδιο.
αντίδραση.


αλλά η Τέχνη όργωσε
χωράφια κι έχτισε σπίτια.
αυτή ήταν το πραγματικό
πρόσωπο της τάξης της. αυτή
ήταν και το πραγματικό
πρόσωπο της Τέχνης της.
που συνειδητά διάλεξε να σκοτώσει
την ατομική ελευθερία
που σάπισε.

4.10.12

Όλα φαίνονται σωστά

Είναι τεράστιο το πρωί
και δεν χωράει πουθενά.
Ενημερωτική εκπομπή στην τηλεόραση, καφές και τσιγάρο.
Ύστερα στο αυτοκίνητο για τη δουλειά.
Τους βλέπεις. μας βλέπεις,
σαν να μην ξύπνησαν ποτέ- κοιμισμένοι
τρέχουμε για να μας εξαπατήσουν
ξανά. Εκατό να φτιάξουμε και να πάρουμε τα δέκα.
Η διάθεση τους είναι ξεφτισμένη
κι όταν η μαγάλη μας ανάγκη μας τρυπάει το κεφάλι,
την αντιμετωπίζουμε με ντεπόν.
Κάποτε θα τελειώσει κι αυτό, σκέφτονται
κι όταν έρχεται η ώρα, γυρίζουμε στα σπίτια μας
όπως γυρίζουν οι φυλακισμένοι
στα κελιά τους μετά το διάλλειμα στο προαύλιο.
Αφού φάνε και κοιμηθούνε,
βρίσκουμε χόμπυ για ν' αντέξουμε τη μιζέρια της
εργασίας και την εξάντληση που νιώθουμε
αφού πουλάμε τη δυνατότητα μας να δημιουργούμε
για ψίχουλα. Η
φυσιολογική καθημερινότητα
είναι μια σαδομαζοχιστική συνήθεια ενός
αρρωστημένου συστήματος,
μα το περιτύλιγμα της είναι τόσο όμορφα
και αναγκαία προσεγμένο
που ο κάθε απολογητής του, αξίζει τα λεφτά του
με το παραπάνω.
Κι ύστερα, αφού κλείσουν την
τηλεόραση μετα τα δελτία των εννιά,
κοιμόμαστε έναν ύπνο χωρίς
όνειρα, για να ξυπνήσουν ξανά
σ' ένα πρωί που είναι τόσο τεράστιο
που δεν χωράει πουθενά.

Έτσι.
Όλα φαίνονται σωστά.

26.9.12

Waiting for the sleepy girl to leave

I taste something like
melted past.
I realize it 's the new
brand of cigarettes I bought.
Everyone's steps are making so
much noise and I like
the noise
as I like a cold beer when
it's hot outside. I feel
alive in the noise.

Then you come.
You kiss me.
You sit down next to me.
Then we laugh.
We laugh a lot. I like that.
Then you kiss me again.
I kiss you back.
I can't stop kissing you.
We are talking about what we did
through the day
as if we will meet again tomorrow.
Then you hug me and it's nice.

I would give my left foot's little toe
(and I love that toe)
to keep you here a little longer.
You may think that this is too much
-you know me just for a few days-
but you smell nice.
And in a world like this,
in which I hate so many of its people,
this is really something

don't you think?

24.9.12

Μόνο για να λες ότι το είπες

Πόσος καιρός να έμεινε; Μερικές μέρες.
Ανακατανομή των κερδών. Επαναξιολόγηση.
Σαν να μας γαργάλισαν τις πατούσες. Λίγο.
Αυτό το φθινόπωρο μάλλον φοράει ζώνη αγνότητας,
χωρίς κλειδί, με κωδικό ασφαλείας και ανιχνευτή αμφιβληστροειδούς.
Κατάλαβες; Κατάλαβα να λες - που βγάζει και νόημα.

9.9.12

(π)όσο ακόμα(;)

Σχεδόν κανείς δεν έρχεται κοντά.
Φοβάμαι τον άλλον. Με φοβάται.
Δεν είναι υπαρξιακό το θέμα.
Ποτέ δεν ήταν. 

Δε γίνεται ανθρώπινος ο καπιταλισμός.
Ένας κουβάς γεμάτος
"δεν"
που αγνοούμε.
Τα πράγματα δεν είναι
όπως θα θέλαμε να είναι.

Εχθροί παντου.
Πούτσα και ξύλο.

Δε μιλάς;
Δεν έχεις τι να πεις.
Μα ούτε και περιθώρια υπάρχουν.
Δεν υπάρχει καιρός.
Δε ζεις.
Βιάσου.
Όσο ακόμα υπάρχεις.


6.9.12

Ανδρικά αναπαραγωγικά όργανα μπλε

Σίχαινομαι την
επιβολή
της
γελοιότητας
στα πρώτα
ραντεβού
πριν
το
ζευγάρωμα(sic).
Μακάρι να
μην
την
σιχαινόμουν.
Μακάρι να
υπήρχε
βιβλιαράκι
οδηγιών
χρήσης
και
κανείς
να
μην
ήθελε
ν'
αλλάξει
τον
κόσμο.
Μακάρι
αυτές
οι
πόλεις
να
μην
έμοιαζαν
με
πηγμένα
σκατά.

Αλλά έτσι πάει:
Κάθε
τι
που δεν
το φτάνεις
το
κάνεις
"μακάρι".

5.9.12

Ύστερα. Τότε που το μελό θα πεθάνει.

Στην αρχή είχε ησυχία. Υπερβολική ησυχία. Ύστερα άρχισαν να μιλάνε.
Τι όμορφα που είναι μερικές φορές να νυχτώνει και να είσαι έξω, σε μια πόλη που εδώ και χρόνια έχεις βαρεθεί. Σαν πλάνο σε ταινία, που οι δυο κάθονται ακίνητοι και γύρω τους οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν και πίνουν και γελάνε και τα τραπέζια γεμίζουν και αλλάζουν οι παρέες κι ανάβουν τα φώτα μέχρι που όλοι χάνονται- και οι δυο χάνονται, με σκοπό να ξαναβρεθούν.

Στην αρχή είχε ησυχία. Υπερβολική ησυχία. Ύστερα άρχισαν να γελάνε.
Τι όμορφες που είναι μερικές στιγμές όταν έχεις ξεχάσει πως μοιάζουν. Ανακατεύεις τα λόγια με τον καφέ μήπως και βρεις τα σωστά κι ύστερα τα φτύνεις αγχωμένα και χαμογελάς, τα χέρια λίγο κάπως ιδρώνουν, θυμάσαι πως ήσουν έφηβος και η ένταση έχει κλείσει, κανένας ήχος δεν ακούγεται, μόνο το ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων ακούγεται, παίζεις με τα τσιγάρα και ξεχνάς να καπνίσεις- για πόση ώρα ξεχνάς να καπνίσεις!- κι αναρωτιέσαι πως να φαίνεσαι στον καθρέφτη και πως να μοιάζει η φωνή σου όταν δεν βρίσκεται μέσα στο κεφάλι σου. Χωρίς λόγο και μόνο γιατί το 'θελες να είσαι εκεί.

Στην αρχή είχε ησυχία. Υπερβολική ησυχία. Ύστερα...
Ύστερα σκέφτεσαι τα πάντα. Όλα μαζί. Περνούν απ' το μυαλό σου άσχετες σκέψεις κι άκυρες γιατί κάθε βήμα που σε κάνει και πιο κουρασμένο σου θυμίζει πως η ζωή είναι κι ωραία μερικές φορές. Σαν να πέθανε η μελαγχολία στη γκρίζα θάλασσα ενός μέτριου παρελθόντος, και στην σκιά αυτού του καλοκαιριού δεν μένει παρά μια (χαζο)χαρούμενη χαρά, χωρίς αιτία και χωρίς σκοπό και μόνο το να κολυμπάς μετράει κι ας μην φτάσεις πουθενά. 

Έτσι είναι. Κάποια απογεύματα είναι πιο όμορφα από άλλα...
Κι αν ακόμα γίνεσαι αρκετά μελοδραματικός χωρίς λόγο, είναι γιατί οι αλλαγές παίρνουν χρόνο. Θα περάσει κι αυτός, μην τρομάζεις... 

1.9.12

Σ όπως Σάββατο

"Δεν θα λυπηθώ", είπε
κι άναψε ένα τσιγάρο ίσα με το μπόι της.
"Όλα συμβαίνουν
και δεν συμβαίνουν
κι ύστερα είναι το ίδιο", είπε
χωρίς να ξέρει τι ακριβώς ήθελε να πει.
Το στομάχι του είχε λυθεί.
Ο κόμπος ήταν για μερικές ώρες.
Μακάρι να ένιωθε έτσι ζωντανός
λίγο περισσότερο.
"Δεν μου ταιριάζει να λέω μακάρι", σκέφτηκε
και χαμογέλασε.
"Δεν θα λυπηθώ", είπε,
"άλλωστε τίποτα δεν τέλειωσε ακόμα".

25.8.12

Χωρίσαμ' ένα δειλινό (μόλις είχαν βγει οι σκνίπες...)

Κοιταχτήκανε καλά μεταξύ τους λες και φοβόντουσαν ότι θα ξεχάσουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Έκανε ζέστη, τη γεμάτη υγρασία ζέστη του Αυγούστου. Οι σκνίπες του είχαν ρημάξει τα πόδια μιας και ήταν η ώρα που έβγαιναν κάθε βράδυ, λίγο πριν νυχτώσει. Εκείνη δεν την τσιμπούσαν ποτέ οι σκνίπες. Είχε περάσει πολύ ώρα χωρίς να ειπωθεί κάτι κι είχε περάσει καιρός που η σιωπή τους προκαλούσε αμηχανία.

 «Λοιπόν, γεια», έκανε εκείνη κοιτώντας στον στα μάτια.

Ένιωσε εκνευρισμένος. Δεν ήξερε ακριβώς γιατί αλλά ο θυμός του ήταν μεγάλος. Έβαλε τα χέρια στην τσέπη να βγάλει τα τσιγάρα του. Άναψε ένα για να νικήσει την επιθυμία του να πεθάνει. Πέντε λεπτά κερδισμένης ζωής παρά τα όσα λένε οι γιατροί για τα τσιγάρα. Δεν έβρισκε κάτι να πει. Η κοπέλα τον κοίταξε ανυπόμονα στα χείλια. Ήθελε να φύγει από κει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Δεν μπορούσε όμως να φύγει πριν κι εκείνος πει κάτι.

«Πρέπει να φύγω», του είπε σαν να προσπαθούσε να τον κάνει να μιλήσει.

Πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που κάνανε σεξ; Αναρωτήθηκε πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που εκείνη έβγαλε πρόθυμα το εσώρουχο της μπροστά του. Πολύς καιρός, σίγουρα. Απροσδιόριστα πολύς μα τώρα φαινόταν σαν να επρόκειτο μόνο για μερικά λεπτά. Τελικά είναι αλήθεια αυτό που λένε, πως καταλαβαίνεις τι έχεις μόνο τη στιγμή που το χάνεις. Σκέφτηκε πόσο λίγες φορές είχαν βγει μαζί έξω κι αυτό τον στεναχώρησε. Αναρωτήθηκε γιατί η ανθρωπότητα χαιρόταν για την εξέλιξη της τεχνολογίας όταν δεν είχε καταφέρει να δημιουργήσει μια μηχανή που να σε πηγαίνει πίσω στον χρόνο.

Η κοπέλα είχε κουραστεί να περιμένει. Πότε να ήταν η τελευταία στιγμή που τον είχε ακούσει να λέει κάτι; Πριν λίγο, απάντησε στον εαυτό της, μα της είχε φανεί σαν να πέρασαν χρόνια. Είχε πει τίποτα όσα χρόνια ήταν μαζί; Όχι, δεν της είχε απευθύνει ποτέ τον λόγο, ήταν πάντα βουβός σαν ασπρόμαυρη ταινία. Ίσως εκείνη να μην μπορούσε να τον ακούσει. Ίσως… Όχι, δεν είχε πει ποτέ τίποτα. Έμενε πάντοτε βουβός σαν ασπρόμαυρη ταινία. Όλα είχαν τελειώσει. Αποφάσισε να φύγει.

«Λοιπόν, πρέπει να φύγω», είπε και του γύρισε την πλάτη.

Εκείνος ακόμα κάπνιζε το ίδιο τσιγάρο. Ήθελε να την αρπάξει από το μπράτσο και να την αναγκάσει να μείνει μαζί του από φόβο. Ήθελε να της φωνάξει πόσο δύσκολη θα ήταν η ζωή χωρίς αυτόν δίπλα της, να αποκτήσει μαγικές δυνάμεις και να την ξεγελάσει για να μην φύγει ποτέ, να κλάψει σαν μικρό παιδί για να την κάνει να λυπηθεί. Ήθελε να τα κάνει όλα αυτά μαζί. Δεν κουνήθηκε από την θέση του. Κάθισε σαν χαζός να καπνίζει το τσιγάρο του και να φυσάει τον καπνό. Ήθελε τόσο να κάνει σεξ μαζί της που το παντελόνι του έμοιαζε ξαφνικά να είχε μικρύνει δυο νούμερα στο καβάλο.

Σκατά.

Η κοπέλα έστριψε στη γωνία, έκανε λίγο στην άκρη για να περάσει μια γυναίκα που έσερνε ένα παιδικό καρότσι κι εξαφανίστηκε. Έτσι απλά σαν τζόγος. Μια περιουσία που την ποντάρεις ξανά και ξανά στο ίδιο χρώμα γιατί κάποιος σου ψιθύρισε στο αυτί ότι η ρουλέτα είναι πειραγμένη. Κι ύστερα, όταν χάνεις και γυρίζεις για να του ζητήσεις τον λόγο, εκείνος έχει εξαφανιστεί. Σου είπαν ψέματα όλοι κι ύστερα είπες κι εσύ ψέματα στον εαυτό σου.

Σκατά.

22.8.12

Δεκαοχτάλογος

  1. Ο Θεός μας μισεί όλους. Βάσει σταστιστικών στοιχείων δηλαδή...
  2. Καμιά πόλη δεν θα γίνει σπίτι μας. Δεν μας αρέσουν οι άλλοι άνθρωποι. Εδώ που τα λέμε, είναι κουραστικοί...
  3. Η αμφισεξουαλικότητα κρύβει παγίδες. Τουλάχιστον έτσι λένε...Για πολλούς βέβαια είναι ευχή.
  4. Ο συνοστισμός στα λεωφορεία μας προκαλεί θυμό. Κι όμως συνεχίζουμε να συνοστιζόμαστε...
  5. Μεγαλώνουμε συνέχεια μέχρι που να μεγαλώσουμε αρκετά και να καταλάβουμε πως μεγαλώσαμε.
  6. Το μεγαλύτερο μέρος των ονείρων που περιγράφουμε πως είδαμε στον ύπνο μας το φτιάχνουμε όταν ξυπνάμε. Ποιος μπορεί να αποδείξει ότι δεν είναι έτσι;...
  7. Τα όνειρα του καλοκαιριού τα βλέπει ο χειμώνας και γελά.
  8. Πίνουμε γιατί οι πόλεις που φτιάξαμε είναι για τον πούτσο. Κανείς δεν παραδέχεται ότι φταίει όπως κανείς δεν θέλει να είναι ο μόνος που μένει νηφάλιος. Ύστερα θα πρέπει να κουβαλήσει τους άλλους σπίτι...
  9. Ο εγωισμός και η επανάσταση είναι τα μόνα πράγματα για τα οποία μπορεί να είναι σίγουρος κανείς. Αυτοαναιρούνται κι αυτό αποδεικνύει την ορθότητα του συλλογισμού.
  10. Πιστεύουμε ότι ξέρουμε τι θέλουμε να κάνουμε στη ζωή μας γιατί βλέπουμε ταινίες. Το τι έκαναν οι άνθρωποι πριν εφευρεθεί ο κινηματογράφος είναι ένα απ' τα μυστήρια του σύμπαντος.
  11. Μια εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις. Μια πράξη όχι.
  12. Χρειαζόμαστε τους ανθρώπους γιατί θέλουμε να αποδείξουμε στον εαυτό μας ότι υπάρχουν και χειρότερα.
  13. Όταν το αποδείξουμε και σιγουρευτούμε, μπορούμε να αγαπήσουμε.
  14. Το μελόδραμα αρέσει σε όλους. 
  15. Όταν μπορούμε να πούμε ψέμματα, λέμε.
  16. Ο μεταμοντερνισμός είναι ένας τρόπος να δικαιολογήσουμε τον εαυτό μας.
  17. Όσοι κατηγορούν με μανία τους άλλους για σεξισμο, είναι (στην πλειοψηφία τους) σεξιστές.
  18. Η λογοκρισία είναι δικαίωμα.

17.8.12

μέλισσες

αγριέψανε οι μέλισσες, ξέρεις...
θα μαζέψω τις αλλεργίες του κόσμου σε τσουβάλι. αμέ!
να μην μπορούν να κάνουν κακό,
να μην χρειαστείς ένεση αδρεναλίνης.

σήμερα μπήκαν στο σπίτι μου.
έκαναν θόρυβο σαν μέλισσες.
βουτήξανε στο ταψί με το χθεσινό φαί
και σ' ένα ποτήρι με καφέ που είχα ξεχάσει πάνω στο τραπεζάκι.
είναι απλοί κι απαίρητοι,
τους φτάνει ένα ταψί φαί κι ένας καφές.

ισορρόπησα ανάμεσα στον τζόγο και τα χαράματα.
έπαιξα ένα σπίτι που έχω στην παραλία
- το κέρδισαν οι μέλισσες. φλος ρουαγιάλ.

15.8.12

Το πιο ευτιχισμένο (το πιο...)

Ας το παραδεχτούμε:
το μόνο που έχουμε να χάσουμε είσαι εσύ.
Σε έναν κόσμο που μετράει τα πράγματα
σύμφωνα με το δικό μου αξιακό σύστημα,
βαθμολογείσαι όσο και μερικές στιγμές ευτυχίας.
Για 'σένα είσαι τα πάντα.
Έτσι τα πράγματα γίνονται απλά
-και μ' αρέσουν τα απλά πράγματα, αγοράζουν χρόνο,
κι είναι πολύτιμος ο χρόνος,
να, για παράδειγμα, πότε ήρθες πότε φεύγεις(!)
στο πιο ευτυχισμένο απ' όλα τα θλιβερά καλοκαίρια.

Διαβάζω το "Αποχαιρετισμός στα Όπλα" τώρα,
κι όλοι αγαπιούνται έτσι, χωρίς λόγο
και χωρίς φόβο βάζουν τις γλώσσες τους
ο ένας στο στόμα του άλλου.
Πρόκειται βέβαια να πεθάνουν μέσα σε θλιβερά χαρακώματα
αλλά εκεί πρόκειται να πεθάνουμε κι εμείς,
και μάλιστα σε καιρό ειρήνης,
οπότε δεν μπορώ να μη ζηλεύω
ούτε να μην απογοητεύομαι τα βράδια που
πάντα τελειώνουν άσχημα,
με ύπνο γεμάτο με όνειρα
-μακάρι να μην ονειρευόμασταν!-
και με την πρωινή ξινίλα απ' τη συνειδητοποίηση
της πουτάνας πραγματικότητας.

Κοίτα να δεις που κάνω σαν έφηβος πάλι,
σ' αυτό το πιο ευτυχισμένο απ' όλα τα θλιβερά καλοκαίρια.
Ξέρεις...σ' ευχαριστώ.

14.8.12

bella (ciao...)

Καταμεσήμερο. Κυλιέμαι αριστερά και δεξιά, χαλάω καναπέδες. Μα κάνει μια διαβολεμένη ζέστη σας λέω! δεν είναι ότι φταίω δηλαδή...
λένε ότι "μικρές πόλεις: μικρά μυαλά". Για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω... Άνθρωποι είμαστε κι εμείς που ζούμε εδώ -δεν ήμαστε;
Η Επανάσταση θα φτάσει και στο πιο μικρό χωριό, θα κοινωνικοποιηθεί η γη και θ' αγοράζουμε τρακτέρ χωρίς να χρεωνόμαστε. Αμέ! Μέχρι τότε βέβαια, θα κάνουμε υπομονή... υπομονή και μια λεμονιά θ' ανθίσει στη γειτονιά! (για να μην παρεξηγηθώ, η ρήξη και η ανατροπή έχουν βαρυστομαχιάσει με σπιτική φασολάδα- ο μπαμπάς την κάνει υπέροχη- γι' αυτό τις βάλαμε να κοιμηθούν. να χωνέψουν)
Προχθές ήθελα να πω σε μια τύπισσα που καθόταν στο απέναντι τραπέζι ότι την ονειρεύτηκα- ναι, βαριέμαι αφόρητα- αλλά δεν το έκανα. Ύστερα έφυγε. Σκέφτηκα να το πω σε κάποιαν άλλη τύπισσα. Δεν το έκανα επίσης. Ύστερα αναρωτήθηκα γιατί το ανθρώπινο είδος έχει επινοήσει τόσο γελοίους τρόπους για να ζευγαρώνει. Δε βρήκα απάντηση.
Το πρωί έφαγα παγωτό με σιρόπι κεράσι. Τα κεράσια δεν μ' αρέσουν αλλά το σιρόπι ήταν ωραίο. το είχαν και προσφορά στο σούπερ μάρκετ.
Περιμένω να τελειώσει το πλυντήριο και ν' απλώσω τα ρούχα, ύστερα θα γυρίσει η μάνα και θα με ρωτήσει πως ήταν η μέρα μου. Θα πω "μια χαρά" για να μην την στεναχωρήσω. (που στο κάτω κάτω, την αλήθεια θα πω...στη μαμά λέω ψέμματα μόνο όταν έχω κάνει ζημιά)

Ουάου! Γίνομαι σαν τον πατέρα μου, τη μάνα μου, τον θείο μου, τον αδερφό της ξαδέρφης μου, την κόρη του γείτονα, τον γείτονα και τον τύπο που έχει το μίνι μάρκετ στη γωνία!
...La vita e bella .

9.8.12

bare feet #4

I can't concentrate.
There is no such thing as fate.
This I know.
The water does not stay still,
it flows.
Like you, it goes,
far beyond from where I can
reach it.
I has my head with it
and it keeps it
sober,
but still, nothing is over,
not yet anyway,
the wet man is not afraid
of the rain.
A pill after breakfast,
a pill after lunch,
my carelessness will last,
so don't mind,
every problem is only mine,
you are free of any guilt,
the deed is done,
you can now leave the field,
I have already thrown my gun.
Don't be afraid,
I won't even pray,
so even if god existed,
he would not get you back
- and I 'd only want that
not because we have anything else
to say,
but just because you forgot
to get paid

4.8.12

bare feet #3

Leaving the shores behind,
sea is the best place to hide,
I think venlaflaxine works,
next time you 'll see me
I 'll have two cocks.
I 'll dream of a lonely night,
you will be my beloved wife,
no children and no dogs,
just us,
love will look like a carcass.
Don't you understand,
I always wanted my own rock band.
And what did I get?
Just a weight on the shoulders
and an insurmountable
fucking border. I bet
you were a lot like me,
so you had to pay the fee,
you had to live,
you felt you should be able
to say "we".
So you came,
me and you in a fine frame,
but you wanted someone else
between your legs,
another body, without fears
and with breasts.
At first I felt ashamed,
but over time it was just ok.
I left the shores behind
anyway,
sea is the best place to hide,
I think venlaflaxine works,
next time I 'll see you,
I 'll have two cocks.

3.8.12

bare feet #2

I mean no harm,
this is exactly my charm,
this is my word of honor,
something for me to hide or
to burn
in my own part of hell.
No money and no fame,
I don't wanna play this game,
I just want to be calm,
with my face in your palm.
Look directly into my eyes,
I 'll let you fuck me twice,
as hard as the first time
-remember?
I 'll remember it forever-
to love you is not a crime.
Let me not to be safe,
dig for me a vintage grave,
my bed, full of red
marks of your lips,
with the smell of your hair
and your hips
and your beautiful breast,
let me rest,
with your nipple in my mouth
and then I 'll go south,
stick my tongue down there
as your only favorite friend.
And then, when you come
with a little wonderful bam,
we will laugh and smoke,
unbelievably rich, but still broke
and everywhere,
everywhere will be like home.

1.8.12

bare feet

I hate being neat,
you know, 
so I 'd rather fall asleep
now. Fall into the deep
sea, never again free,
but handsome. I will be
nice, you 'll see.
I will only have a sting
like a bee,
for those who pretend to care
about me.
And you will be a queen,
before you I 'll be on my knees,
in a forest of fools,
i 'll be the tallest tree.
But that's ok
'cause I have weak feet,
you know.
I didn't make anything to eat,
so, no bad dream
can wake me up 
until the sun rises to its feet.
The only thing
is that I still have this fear to beat,
you know,
and nothing works
except you and this pill.

31.7.12

Πάντα έρχεται μια στιγμή που είναι ωραία


Μπορείς να σκοτώσεις γι’ αυτήν;

Η ερώτηση ήταν ξεκάθαρη, πέρα από κάθε υπεκφυγή, μακριά από δικαιολογίες. Τον κοιτούσαν όλοι κατάματα περιμένοντας ν’ απαντήσει. Τους κοιτούσε κι αυτός. Προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο, δείχνοντας ότι σκέφτεται.

Τα βράδια στο παιδικό του κρεβάτι ήταν ωραία. Κοίταζε τους γνωστούς τοίχους, το γνωστό ταβάνι. Άκουγε τους γνωστούς θορύβους. Μπορούσε να την αγκαλιάσει για να την προστατέψει και να την σκοτώσει μαζί. Δεν ήξερε τι περισσότερο. Αν την έσωζε απ’ όλους, κάποια μέρα θα του έφευγε. Αν την σκότωνε, θα έμενε για πάντα η αληθινή του αγάπη. Ήταν μεγάλο το δίλλημα. Αλλά πάντα πριν αποφασίσει, εκείνη ξυπνούσε και τον κοίταζε σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά. Όλα τα σχέδια ματαιώνονταν. Όπως κάθε πρωί ματαιώνει τα όνειρα της νύχτας.

Ας συνέβαινε το ίδιο και τώρα, σκέφτηκε. Ας ξυπνούσε αυτός αυτή τη φορά κι ας μη χρειαζόταν να απαντήσει. Ένας εφιάλτης είναι ίσως ψεύτικος, παρόλα αυτά όμως δεν παύει να υπάρχει. Ο γερασμένος άντρας με την γαμψή μύτη τον κοίταξε από την ψηλή του έδρα- που ψήλωνε με την ώρα όλο και περισσότερο- με το σφυρί στο χέρι, έτοιμος να τον καταδικάσει(;). Να τον καταδικάσει γιατί όμως; Με ποια κατηγορία και με ποια στοιχεία εναντίον του; Δεν μπορούσε να απαντήσει σ’ αυτό. Ήταν όμως σίγουρος πως κάτι θα βρισκόταν στο τέλος. Είχε κάνει κι αυτός, όπως ο καθένας, λάθη στη ζωή του.

Το σεξ ήταν σαν την πρώτη μπουκιά από το αγαπημένο του γλυκό. Τα αγαπημένα γλυκά δεν μας λιγώνουν ποτέ. Αναρωτιόταν αν θα ήταν έτσι και με τις άλλες γυναίκες. Ένα λακκάκι στην μέση ήταν τα πάντα. Εκεί ξέπλενε τα λάθη του, εκεί έπαιρνε δύναμη για να κάνει καινούρια. Πόσος καιρός να είχε περάσει από τότε; Το λακκάκι θα ήταν ακόμα εκεί.

Θυμήθηκε τα καλύτερα αστεία που της είχε πει ποτέ και θέλησε να γελάσει. Ήρθε η στιγμή που αρκούσαν τα αστεία. Να, σκέφτηκε, η απάντηση. Μετά τον εφιάλτη θα είμαι πάλι εδώ. Ότι και να συμβεί, θα ξυπνήσω. Δεν είχε σημασία τι θα πει σ’ όλους αυτούς που τον κοιτούσαν εχθρικά στα μάτια. Αυτοί θα χάνονταν το πρωί, αυτοί δεν είχαν άλλη επιλογή. Εκείνος είχε.

Μπορούσε να ξυπνήσει και ν’ αγαπάει. Έτσι θα γινόταν κι η Επανάσταση. Να ‘χεις τρόπο να ζεις, αυτό ήταν το ζήτημα. Να βγάζεις το προστατευτικό από το παιδικό σου κρεβάτι, και να μη φοβάσαι αν θα πέσεις στο πάτωμα.

Θυμήθηκε τις στιγμές του χαμού, όταν όλα έμοιαζαν με έναν σκοτεινό διάδρομο χωρίς πόρτες. Λίγο παραπάνω αλάτι στο φαγητό, τίποτα περισσότερο. Μια ενόχληση στη γεύση. Αυτό.

Ένα ποτό με τσιγάρο, βόλτα και ωραία κουβέντα. Να τι έπρεπε να κάνει πριν κοιμηθεί.

Γύρισε στους δικαστές.
«Ναι, θα σκότωνα», τους είπε και χωρίς να περιμένει την απόφαση τους έφυγε από την αίθουσα.  

23.7.12

"L'étranger" (aka "η ξένη")


Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Είχαν πια στεγνώσει και την πόνεσαν. Τα άλλοτε καλοχτενισμένα μαλλιά της, κολλούσαν τώρα από τον ιδρώτα πάνω στο μέτωπο και τον λαιμό της. Το δεξί της γόνατο- που είχε πρόβλημα εδώ και χρόνια- την πονούσε έτσι όπως είχε γονατίσει πάνω στο χαλί. Τα πόδια της είχαν μουδιάσει. Μέσα σε όλες τις της σκέψεις, κι ενώ δεν σκεφτόταν τίποτα, φαντάστηκε τον εαυτό της παράλυτο. Ίσως τότε μερικοί να την κοιτούσαν με μια κάποια συμπάθεια. Μα κι αυτό θα ήταν από λύπηση. Όχι, δεν υπήρχε κανένας τρόπος να νιώσει καλύτερα. Άραγε έτσι να έμοιαζε η στιγμή που πεθαίνει η ελπίδα; αναρωτήθηκε.
Η κουρτίνα ήταν ανοιχτή και ο ήλιος την χτυπούσε κατευθείαν στα μάτια. Δεν την ενοχλούσε, δεν βρισκόταν εκεί, επέπλεε σε μια θάλασσα με τα χέρια απλωμένα και ακίνητα. Ήταν δροσερά κι εκείνη ήταν γυμνή. Δεν ένιωθε ντροπή. Δεν ένιωθε τίποτα. Ακόμα κι ο πόνος είχε γίνει τώρα κάτι φυσικό, κάτι που δεν μπορούσε να αλλάξει.
Κοιτούσε τον άσπρο τοίχο απέναντι της. Όπου αλλού κι αν έστρεφε το βλέμμα της, υπήρχαν μόνο τα σημάδια της φυλακής της. Ο άσπρος τοίχος απέναντι, ήταν η ελευθερία της. Χωρίς να μετακινήσει το βλέμμα της, ψηλάφισε με το αριστερό της χέρι, τον χώρο μπροστά της. Το χαλί ήταν λεπτό, καλοκαιρινό. Κι ύστερα ένα σώμα, το στήθος, ο λαιμός, το πρόσωπο. Τα χείλη του είχαν στεγνώσει. Τα μάτια είχαν μείνει ανοιχτά. Έβαλε το δάχτυλο της μέσα στο ασπράδι τους, σαν να ήθελε να βρει με την αφή, ό, τι δεν είχε βρει με την όραση, όταν ήταν ακόμα ζωντανά και τα κοιτούσε. Τίποτα δεν ήταν εκεί. Τίποτα εκτός από μια γνώριμη ψύχρα.
Αν μπορούσε να νιώσει κάτι, θα ένιωθε καλύτερα. Τόσα χρόνια περίμενε αυτό το συναίσθημα, και τώρα που το άξιζε και είχε έρθει η ώρα, δεν μπορούσε να το έχει. Άρχισε να κλαίει ξανά, με λυγμούς αυτή τη φορά, και το μαχαίρι της έπεσε από το δεξί της χέρι. Φορούσε μια λουλουδάτη μπλούζα, καφέ φούστα μέχρι το γόνατο και ποδιά. Ήθελε να σηκωθεί από εκεί, να φύγει μακριά από το σώμα του, να μπει ίσως μέσα στον άσπρο τοίχο. Ήταν αδύνατο.
Σύρθηκε τελικά, περνώντας δίπλα από τα πόδια του, κλαίγοντας ακόμα, βγήκε από το σαλόνι, και συνέχισε μέχρι που ακούμπησε την πλάτη της πάνω στην εξώπορτα. Εκεί, μακριά του, η δύναμη της είχε επιστρέψει. Τινάχτηκε πάνω, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου από το τραπεζάκι που είχαν αγοράσει όταν παντρεύτηκαν, και βγήκε από το σπίτι.
Μέσα από τα υγρά της μάτια, η εικόνα της αυλής τους, του δρόμου, του απέναντι σπιτιού, έμοιαζε με φωτογραφία που είχε εκτεθεί πολύ στο φως. Όλα τα χρώματα ήταν τόσο έντονα κι όπου υπήρχε λευκό, ήταν καμένο. Έκλεισε την πόρτα πίσω της σιγανά, σαν να είχε όλη την ψυχραιμία του κόσμου. Ίσως την είχε. Ίσως δεν είχε τίποτα.
Περπατώντας προς το αυτοκίνητο και ξεκλειδώνοντας, έμοιαζε να πηγαίνει για ψώνια, για καφέ ή για να πληρώσει το λογαριασμό του τηλεφώνου. Είχε σταματήσει πια να κλαίει. Μόνο τα χέρια της την πρόδιδαν. Ήταν ματωμένα κι έτρεμαν, λες κι όλη η ένταση είχε αποθηκευτεί μέσα τους, για να διατηρηθεί το υπόλοιπο σώμα σταθερό.
Κάθισε, έβαλε τα χέρια στο τιμόνι κι έμεινε εκεί. Ο δρόμος ήταν άδειος, ήσυχος. Ένιωσε την ησυχία να της συνθλίβει το κεφάλι, κι άναψε την μηχανή για να την σπάσει. Πάτησε γκάζι και το αυτοκίνητο ξεκίνησε.
Οδηγούσε χωρίς να το καταλαβαίνει. Έστριβε, σταματούσε, έκοβε ταχύτητα, τα έκανε όλα χωρίς να το καταλαβαίνει. Σε λίγο τα σπίτια χάθηκαν και την θέση τους πήραν τα χωράφια. Στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου εκείνη δεν έβλεπε το δρόμο. Έβλεπε τη ζωή της.
Έβλεπε το γάμο της και πόσο ευτυχισμένοι έδειχναν όλοι τότε. Τα πράγματα έμοιαζαν απλά. Ένας ρόλος για τον καθένα, χωρίς υπεκφυγές, χωρίς υποψίες, χωρίς ανάγκη για αλλαγή, για κάτι διαφορετικό. Είδε τον άντρα της που της έγνεφε από μακριά, ενώ εκείνη δεχόταν τα συγχαρητήρια κοντινών συγγενών. Τον έβλεπε επάνω της, σχεδόν τον ένιωσε μέσα της, πηγαινοερχόταν αργά, εκείνη ένιωθε μια μελαγχολία, είχε σκεφτεί τότε πως έτσι είναι η αγάπη.
Έβλεπε τα πρώτα τους ταξίδια με τις αμέτρητες φωτογραφίες, δίπλα σε καταρράκτες, σε αγάλματα, ανάμεσα σε κόσμο στις πλατείες και τα πάρκα. Έβλεπε τα καλοκαιρινά μπάνια στην θάλασσα. Έβλεπε το πρώτο τους κρεβάτι τα ζεστά βράδια που δεν ακουμπούσαν ο ένας τον άλλο.
Κι ύστερα αυτό άρχισε να συμβαίνει και τα κρύα βράδια, κι ύστερα τις μέρες, κι ύστερα πάντα. Η απόσταση μεγάλωνε. Είδε τη δουλειά της, τις πολλές αίθουσες με τα θρανία και το προαύλιο. Εκεί που είχε ρίξει όλη τη ζωή της για να γλυτώσει. Είδε εκείνη, με τα μακριά βαμμένα μαλλιά και τα μάτια που νόμιζες πως θα στην φέρουν από στιγμή σε στιγμή, αν έστω και για λίγο τολμούσες ν’ αφεθείς μέσα τους. Της μίλησε για όλα. Εκείνη την άκουγε, δεν της μιλούσε για τίποτα.
Είδε το φιλί στην αίθουσα των καθηγητών μια μέρα που είχαν και οι δυο κενό την πρώτη ώρα. Άρχισε να τρέμει μόλις εκείνη την ακούμπησε. Της χάιδεψε τα μαλλιά και την φίλησε στη μύτη. Κανείς δεν την είχε φιλήσει στη μύτη, στους άλλους ανθρώπους δεν άρεσε η μύτη της. Ούτε στην ίδια.
Είδε την πρώτη τους φορά, ένιωσε ξανά εκείνο το άγχος, την επιθυμία, την έξαψη, τη ζέστη. Ύστερα που εκείνη την αγκάλιασε κι άναψε τσιγάρο. Είχε κοιμηθεί ήρεμη μετά από καιρό εκείνο το μεσημέρι. Κι ύστερα όλο το άγχος της αποδοχής της. Από την ίδια, από τη μάνα της, απ’ τον καθένα.
Ύστερα δεν είδε τίποτα άλλο. Η πραγματικότητα έσκασε σαν βόμβα. Τώρα μπροστά της ήταν ο γκρίζος δρόμος και τα ματωμένα χέρια της. Το μυαλό της είχε βάλει ξαφνικά μπρος κι άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει, που να πάει, αν έπρεπε να συνεχίσει ή να σταματήσει.
Σκέφτηκε το μαχαίρι που πήρε από το συρτάρι, το στήθος του, πόσο απλό της ήταν να τον σκοτώσει, πόσο δεν στεναχωρέθηκε όταν τον είδε να σωριάζεται μπροστά της, πόσο έκλαψε για τη δική της ζωή που είχε χαθεί πριν καν ξεκινήσει και όχι για τη δική του. Σκέφτηκε πόσο διαφορετικά θα έπρεπε να είχαν έρθει τα πράγματα, τι ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει διαφορετικά, τι ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει για να σωθεί.
Κι εκεί, μια ηρεμία ήρθε και απλώθηκε από την κορυφή του κεφαλιού της μέχρι τα νύχια των ποδιών της. Μια λέξη: τίποτα. Τίποτα δεν μπορούσε να κάνει. 
 

18.7.12

"Καλωσήρθες στον μεταμοντερνισμό. Ζούμε στην εποχή της πληροφορίας"



Έκλεισε τα μάτια του. Προσπάθησε να μην σκέφτεται πόσο πολύ ήθελε να κάνει σεξ. Η γυναίκα δίπλα του μύριζε διαφορετικά. Σκέφτηκε, πως μαζί με όλα τα άλλα, θα είχε αλλάξει και σαμπουάν.

Ήθελε να ανάψει τσιγάρο. Είχε καπνίσει όμως πολύ. Ο λαιμός του τον ενοχλούσε. Συν το ότι τα λεφτά που είχε ήταν πια λίγα. Ήπιε μια γουλιά απ’ το ποτό που της είχε φτιάξει. Ύστερα μια ακόμα. Είχε βάλει τελικά πολύ λεμονάδα. Θα ‘πρεπε να το είχε κάνει πιο δυνατό, να την μεθύσει, να ρίξει τις αναστολές της.

Τα μπούτια της ήταν γυμνά. Το ίδιο και τα πλευρά της, μέσα απ’ τα κομμένα μανίκια της μπλούζας. Φαινόταν λίγο το σουτιέν της, ένα κίνκυ λευκό σουτιέν που έμοιαζε λίγο με σεμέν.

Την ξύπνησε χαϊδεύοντας της τον ώμο. Εκείνη του απάντησε με κλειστά τα μάτια. Ένα σιγανό μμμ… Της είπε ότι ήθελε να το κάνουν. «Θέλεις να κάνουμε σεξ;», την ρώτησε. Του είπε όχι. «Τι θέλεις να κάνουμε;». «Δεν ξέρω».

Ο έρωτας πέρασε γιατί δεν ήξεραν, γίνονται πόλεμοι γιατί δεν ξέρουμε, ο καπιταλισμός ζει γιατί δεν ξέρουμε. Τίποτα δεν ξέρουμε. Μόνο τις κάβλες καταλαβαίνουμε εύκολα.

Έκλεισε τα μάτια του. Προσπάθησε να κοιμηθεί. Το καβάλο του παντελονιού του ήταν πολύ στενό. Τον ενοχλούσε. Άραγε να ‘θελε απλά να πηδήξει; Αν τον ρωτούσε, θα έλεγε όχι. Και μάλλον έτσι ήταν.

Αποφάσισε να είναι ειλικρινής για εκείνο το βράδυ. Χρειάζεται ειλικρίνεια για να φτιάξεις κάτι που ν’ αξίζει, σκέφτηκε. Παραδέχτηκε στο δολοφόνο μέσα του, πως δεν είναι ερωτευμένος. Αποφάσισε πως αγαπάει πέρα από κάθε αμφιβολία. Τόσο εγωιστικά, όσο μπορεί να αγαπήσει άνθρωπος.

Πως μπορούσε εκείνη να κοιμάται και να μη γράφει; αναρωτήθηκε. Πως μπορούσε να κάνει το οτιδήποτε και να μη γράφει; Έπιασε τον εαυτό του να υπερβάλλει ξανά. Αλλά θαύμαζε τα κείμενα της, όπως ο κάθε παρατηρητής θαυμάζει έναν άλλο παρατηρητή, όχι για το αντικείμενο της παρατήρησης του, αλλά για τον τρόπο.

Δεν είχε νόημα εκείνο το βράδυ. Όχι εκείνη την στιγμή. Θα είχε νόημα την επόμενη μέρα, όταν εκείνη θα έφευγε σχεδόν για πάντα. Θα πήγαινε διακοπές. Θα έκανε σεξ μέσα σε μια σκηνή. Όχι μαζί του. Σιγά- σιγά είχε αρχίσει να συνηθίζει την ιδέα ότι δεν θα έκανε ποτέ ξανά σεξ μαζί του.

Αλλά την αγαπούσε, κι αυτό διευκόλυνε τα πράγματα. Εκείνη θα ήταν η μόνη που θα τον κούρευε έτσι. Πάντα μέσα σ’ ένα μπάνιο δικό του. Μόνο δικό του. Εκείνη είχε εδώ και καιρό δικό της μπάνιο, διαφορετικό, και το μοιραζόταν μ’ όποιον της άρεσε.

Πόσο μοιάζει ο έρωτας μ’ αυτό που δεν είναι έρωτας… Είχε μάθει να ξεχωρίζει τη διαφορά και ήταν χαρούμενος γι’ αυτό. Ήξερε να νιώθει ότι αγαπάει. Ήταν πιο ωραία η αγάπη γιατί ήταν ήρεμη. Ο έρωτας είναι ένα άγχος που καταστρέφει γέφυρες (πάντα του άρεσε να σκέφτεται τον κόσμο σαν στεριά και τον εαυτό του νησί) και δεν τον έπαιρνε να καταστρέψει κι άλλα τώρα. Είχε σωθεί την τελευταία στιγμή (η αχαριστία είναι βέβαια δικαίωμα, αλλά αυτό δεν την κάνει λιγότερο επικίνδυνη). Τώρα, έπρεπε να κρατηθεί απλά στο κούτσουρο που έτυχε να επιπλέει δίπλα του και να περιμένει.

Ήταν το πρώτο βράδυ χωρίς σεξ, που ένιωθε καλά με τον εαυτό του, σκέφτηκε. Αυτό σίγουρα ήταν κάτι. Η αυτοπεποίθηση τον τύλιξε, μαζί με τον καπνό απ’ το τσιγάρο του.        

5.7.12

Αλντεμπαράν


Ήταν όμορφη. Σίγουρα ήταν όμορφη. Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλή, ούτε κι είχε τις τέλειες αναλογίες. Αλλά ήταν όμορφη. Πιο όμορφη από τις περισσότερες.
Ανέβαινε πάντα στο λεωφορείο θυμωμένη. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που πρόσεχες πάνω της. Αυτό και τα μαλλιά της. Όταν ήταν στο κατάλληλο μήκος, θύμιζαν μποέμ καλλιτέχνιδα στο Παρίσι της μαγικής δεκαετίας του ’20.
Δεν της άρεσαν πολύ οι άνθρωποι. Νόμιζε πως έβλεπε στα πρόσωπα τους τον εαυτό της κι αυτό την αηδίαζε. Ντρεπόταν και φοβόταν μη γίνει κάποια μέρα σαν κι αυτούς. Δεν ήταν αυτό που την καθόριζε όμως. Όχι το μίσος. Όσους αγαπούσε, τους αγαπούσε πολύ. Σαν αυτούς τους λίγους ανθρώπους που γεννιούνται κάθε δεκαετία και δεν πρέπει ποτέ να τους δεις να κλαίνε αλλά που είσαι καταδικασμένος να τους πληγώσεις αν βρεθείς πολύ κοντά τους.
Είχε ταλέντο. Είχε ταλέντο σε πολλά πράγματα: στον τρόπο που περπατούσε στο δρόμο, στον τρόπο που ανέβαινε τις σκάλες, στον τρόπο που γελούσε μαζί σου, όταν έτρωγε, στο πως καταλάβαινε τον κόσμο γύρω της κοιτάζοντας τον. Δεν σ’ άφηνε να το αντιληφθείς, αλλά το βλέμμα της στεκόταν σε κάθε τι που το δικό σου δεν έδινε σημασία. Ύστερα, γυρνούσε στο σπίτι και το ‘γραφε σ’ ένα χαρτί και το έκλεινε σε κάποιο συρτάρι. Άμα το διάβαζες, καταλάβαινες, και τότε τρόμαζες κι ένιωθες λίγος. Για λίγο όμως. Γιατί μετά σε παρέσυρε απλά το δικό της πολύ και ήταν ωραία.
Ήθελε να βρει τον εαυτό της, κι αυτό ήταν το λάθος. Ένα λάθος που κάνουμε όλοι κάποια στιγμή. Ακόμα κι εκεί είχε όμως μια γοητεία. Όχι την κλασσική, του χάους. Περπατούσε σ’ ένα τεντωμένο σκοινί και κάθε λεπτό υπήρχε ο κίνδυνος να πέσει στο κενό, κι από ‘κει στην θάλασσα κι εκεί να ζήσει πια με τα φύκια και να μην την ξαναδεί κανείς. Κάθε της βήμα ήταν ασταθές, κι όμως πάντα τα κατάφερνε.
Έμοιαζε πολύ με τον φόβο. Όπως κι εκείνος, έτσι κι αυτή ήταν η κινητήρια δύναμη μιας ζωής που έβρισκε τα πατήματα της. Είτε ήταν πολύ κοντά, είτε τόσο μακριά που πια φαινόταν σαν μια κουκίδα χωρίς μάτια και χείλη και στήθος.
Δεν της άρεσαν τα μεγάλα λόγια. Ούτε να μιλάς όμορφα γιαυτήν. Τρόμαζε. Αποφάσιζε να μη δει την ομορφιά της, κι έτσι ότι κι αν έλεγες της φαινόταν υπερβολικό. Αδυνατούσε να φανταστεί ότι σέναν τόσο άσχημο κόσμο μπορούσε να υπάρχει κάτι που να μην είναι αποκρουστικό. Ναι, ήταν καχύποπτη. Όταν όμως αφηνόταν έμοιαζε με μια μικρή πολύχρωμη μπίλια που τρέχει σε μια απέραντη κατηφόρα. Τίποτα δεν μπορούσε να την σταματήσει.
Θα μπορούσες να μη γράψεις ξανά, και να είσαι ο αγαπημένος φίλος που θα έπεφτε μαζί της στα πατώματα και θανέβαινε μαζί της στην κορυφή ενός ουρανοξύστη της Νέας Υόρκης, για να μη νιώθει μόνη και να συνεχίζει να γράφει. Γιατί απλά σαρέσει ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα. Κι ίσως ακόμα, γιατί πάντα θεωρούσες ότι η λογική των ανθρώπων στα βιβλία της Βιρτζίνια Γουλφ είναι πολύ πιο ανθρώπινη και πραγματική απαυτή του 21ου αιώνα. Αλλά πρέπει να το αξίζεις. Ή να είσαι τυχερός. Γιαυτό και τώρα μισείς τόσο την αδυναμία σου να ζήσεις έξω απτα όρια που έβαλες στον εαυτό σου. Κι ας μην φταις εσύ γιαυτό.

Να, τώραΔεν μπόρεσες να συγκρατηθείς. Είπες πολλά. Κι αυτόν τον μελοδραματισμό πια τον έχεις παντρευτεί ενώπιον Θεού και ανθρώπων και χρόνια τώρα αρνείται να σου δώσει διαζύγιο.
Αλλά αφού μπροστά της η Σύλβια Πλαθ είναι ένα κακομαθημένο κοριτσάκι, τι άλλο μπορούσες να κάνεις ;