_κάθε καινούρια αρχή είναι και πιο κοντά στο τέλος .

31.7.12

Πάντα έρχεται μια στιγμή που είναι ωραία


Μπορείς να σκοτώσεις γι’ αυτήν;

Η ερώτηση ήταν ξεκάθαρη, πέρα από κάθε υπεκφυγή, μακριά από δικαιολογίες. Τον κοιτούσαν όλοι κατάματα περιμένοντας ν’ απαντήσει. Τους κοιτούσε κι αυτός. Προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο, δείχνοντας ότι σκέφτεται.

Τα βράδια στο παιδικό του κρεβάτι ήταν ωραία. Κοίταζε τους γνωστούς τοίχους, το γνωστό ταβάνι. Άκουγε τους γνωστούς θορύβους. Μπορούσε να την αγκαλιάσει για να την προστατέψει και να την σκοτώσει μαζί. Δεν ήξερε τι περισσότερο. Αν την έσωζε απ’ όλους, κάποια μέρα θα του έφευγε. Αν την σκότωνε, θα έμενε για πάντα η αληθινή του αγάπη. Ήταν μεγάλο το δίλλημα. Αλλά πάντα πριν αποφασίσει, εκείνη ξυπνούσε και τον κοίταζε σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά. Όλα τα σχέδια ματαιώνονταν. Όπως κάθε πρωί ματαιώνει τα όνειρα της νύχτας.

Ας συνέβαινε το ίδιο και τώρα, σκέφτηκε. Ας ξυπνούσε αυτός αυτή τη φορά κι ας μη χρειαζόταν να απαντήσει. Ένας εφιάλτης είναι ίσως ψεύτικος, παρόλα αυτά όμως δεν παύει να υπάρχει. Ο γερασμένος άντρας με την γαμψή μύτη τον κοίταξε από την ψηλή του έδρα- που ψήλωνε με την ώρα όλο και περισσότερο- με το σφυρί στο χέρι, έτοιμος να τον καταδικάσει(;). Να τον καταδικάσει γιατί όμως; Με ποια κατηγορία και με ποια στοιχεία εναντίον του; Δεν μπορούσε να απαντήσει σ’ αυτό. Ήταν όμως σίγουρος πως κάτι θα βρισκόταν στο τέλος. Είχε κάνει κι αυτός, όπως ο καθένας, λάθη στη ζωή του.

Το σεξ ήταν σαν την πρώτη μπουκιά από το αγαπημένο του γλυκό. Τα αγαπημένα γλυκά δεν μας λιγώνουν ποτέ. Αναρωτιόταν αν θα ήταν έτσι και με τις άλλες γυναίκες. Ένα λακκάκι στην μέση ήταν τα πάντα. Εκεί ξέπλενε τα λάθη του, εκεί έπαιρνε δύναμη για να κάνει καινούρια. Πόσος καιρός να είχε περάσει από τότε; Το λακκάκι θα ήταν ακόμα εκεί.

Θυμήθηκε τα καλύτερα αστεία που της είχε πει ποτέ και θέλησε να γελάσει. Ήρθε η στιγμή που αρκούσαν τα αστεία. Να, σκέφτηκε, η απάντηση. Μετά τον εφιάλτη θα είμαι πάλι εδώ. Ότι και να συμβεί, θα ξυπνήσω. Δεν είχε σημασία τι θα πει σ’ όλους αυτούς που τον κοιτούσαν εχθρικά στα μάτια. Αυτοί θα χάνονταν το πρωί, αυτοί δεν είχαν άλλη επιλογή. Εκείνος είχε.

Μπορούσε να ξυπνήσει και ν’ αγαπάει. Έτσι θα γινόταν κι η Επανάσταση. Να ‘χεις τρόπο να ζεις, αυτό ήταν το ζήτημα. Να βγάζεις το προστατευτικό από το παιδικό σου κρεβάτι, και να μη φοβάσαι αν θα πέσεις στο πάτωμα.

Θυμήθηκε τις στιγμές του χαμού, όταν όλα έμοιαζαν με έναν σκοτεινό διάδρομο χωρίς πόρτες. Λίγο παραπάνω αλάτι στο φαγητό, τίποτα περισσότερο. Μια ενόχληση στη γεύση. Αυτό.

Ένα ποτό με τσιγάρο, βόλτα και ωραία κουβέντα. Να τι έπρεπε να κάνει πριν κοιμηθεί.

Γύρισε στους δικαστές.
«Ναι, θα σκότωνα», τους είπε και χωρίς να περιμένει την απόφαση τους έφυγε από την αίθουσα.  

23.7.12

"L'étranger" (aka "η ξένη")


Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Είχαν πια στεγνώσει και την πόνεσαν. Τα άλλοτε καλοχτενισμένα μαλλιά της, κολλούσαν τώρα από τον ιδρώτα πάνω στο μέτωπο και τον λαιμό της. Το δεξί της γόνατο- που είχε πρόβλημα εδώ και χρόνια- την πονούσε έτσι όπως είχε γονατίσει πάνω στο χαλί. Τα πόδια της είχαν μουδιάσει. Μέσα σε όλες τις της σκέψεις, κι ενώ δεν σκεφτόταν τίποτα, φαντάστηκε τον εαυτό της παράλυτο. Ίσως τότε μερικοί να την κοιτούσαν με μια κάποια συμπάθεια. Μα κι αυτό θα ήταν από λύπηση. Όχι, δεν υπήρχε κανένας τρόπος να νιώσει καλύτερα. Άραγε έτσι να έμοιαζε η στιγμή που πεθαίνει η ελπίδα; αναρωτήθηκε.
Η κουρτίνα ήταν ανοιχτή και ο ήλιος την χτυπούσε κατευθείαν στα μάτια. Δεν την ενοχλούσε, δεν βρισκόταν εκεί, επέπλεε σε μια θάλασσα με τα χέρια απλωμένα και ακίνητα. Ήταν δροσερά κι εκείνη ήταν γυμνή. Δεν ένιωθε ντροπή. Δεν ένιωθε τίποτα. Ακόμα κι ο πόνος είχε γίνει τώρα κάτι φυσικό, κάτι που δεν μπορούσε να αλλάξει.
Κοιτούσε τον άσπρο τοίχο απέναντι της. Όπου αλλού κι αν έστρεφε το βλέμμα της, υπήρχαν μόνο τα σημάδια της φυλακής της. Ο άσπρος τοίχος απέναντι, ήταν η ελευθερία της. Χωρίς να μετακινήσει το βλέμμα της, ψηλάφισε με το αριστερό της χέρι, τον χώρο μπροστά της. Το χαλί ήταν λεπτό, καλοκαιρινό. Κι ύστερα ένα σώμα, το στήθος, ο λαιμός, το πρόσωπο. Τα χείλη του είχαν στεγνώσει. Τα μάτια είχαν μείνει ανοιχτά. Έβαλε το δάχτυλο της μέσα στο ασπράδι τους, σαν να ήθελε να βρει με την αφή, ό, τι δεν είχε βρει με την όραση, όταν ήταν ακόμα ζωντανά και τα κοιτούσε. Τίποτα δεν ήταν εκεί. Τίποτα εκτός από μια γνώριμη ψύχρα.
Αν μπορούσε να νιώσει κάτι, θα ένιωθε καλύτερα. Τόσα χρόνια περίμενε αυτό το συναίσθημα, και τώρα που το άξιζε και είχε έρθει η ώρα, δεν μπορούσε να το έχει. Άρχισε να κλαίει ξανά, με λυγμούς αυτή τη φορά, και το μαχαίρι της έπεσε από το δεξί της χέρι. Φορούσε μια λουλουδάτη μπλούζα, καφέ φούστα μέχρι το γόνατο και ποδιά. Ήθελε να σηκωθεί από εκεί, να φύγει μακριά από το σώμα του, να μπει ίσως μέσα στον άσπρο τοίχο. Ήταν αδύνατο.
Σύρθηκε τελικά, περνώντας δίπλα από τα πόδια του, κλαίγοντας ακόμα, βγήκε από το σαλόνι, και συνέχισε μέχρι που ακούμπησε την πλάτη της πάνω στην εξώπορτα. Εκεί, μακριά του, η δύναμη της είχε επιστρέψει. Τινάχτηκε πάνω, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου από το τραπεζάκι που είχαν αγοράσει όταν παντρεύτηκαν, και βγήκε από το σπίτι.
Μέσα από τα υγρά της μάτια, η εικόνα της αυλής τους, του δρόμου, του απέναντι σπιτιού, έμοιαζε με φωτογραφία που είχε εκτεθεί πολύ στο φως. Όλα τα χρώματα ήταν τόσο έντονα κι όπου υπήρχε λευκό, ήταν καμένο. Έκλεισε την πόρτα πίσω της σιγανά, σαν να είχε όλη την ψυχραιμία του κόσμου. Ίσως την είχε. Ίσως δεν είχε τίποτα.
Περπατώντας προς το αυτοκίνητο και ξεκλειδώνοντας, έμοιαζε να πηγαίνει για ψώνια, για καφέ ή για να πληρώσει το λογαριασμό του τηλεφώνου. Είχε σταματήσει πια να κλαίει. Μόνο τα χέρια της την πρόδιδαν. Ήταν ματωμένα κι έτρεμαν, λες κι όλη η ένταση είχε αποθηκευτεί μέσα τους, για να διατηρηθεί το υπόλοιπο σώμα σταθερό.
Κάθισε, έβαλε τα χέρια στο τιμόνι κι έμεινε εκεί. Ο δρόμος ήταν άδειος, ήσυχος. Ένιωσε την ησυχία να της συνθλίβει το κεφάλι, κι άναψε την μηχανή για να την σπάσει. Πάτησε γκάζι και το αυτοκίνητο ξεκίνησε.
Οδηγούσε χωρίς να το καταλαβαίνει. Έστριβε, σταματούσε, έκοβε ταχύτητα, τα έκανε όλα χωρίς να το καταλαβαίνει. Σε λίγο τα σπίτια χάθηκαν και την θέση τους πήραν τα χωράφια. Στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου εκείνη δεν έβλεπε το δρόμο. Έβλεπε τη ζωή της.
Έβλεπε το γάμο της και πόσο ευτυχισμένοι έδειχναν όλοι τότε. Τα πράγματα έμοιαζαν απλά. Ένας ρόλος για τον καθένα, χωρίς υπεκφυγές, χωρίς υποψίες, χωρίς ανάγκη για αλλαγή, για κάτι διαφορετικό. Είδε τον άντρα της που της έγνεφε από μακριά, ενώ εκείνη δεχόταν τα συγχαρητήρια κοντινών συγγενών. Τον έβλεπε επάνω της, σχεδόν τον ένιωσε μέσα της, πηγαινοερχόταν αργά, εκείνη ένιωθε μια μελαγχολία, είχε σκεφτεί τότε πως έτσι είναι η αγάπη.
Έβλεπε τα πρώτα τους ταξίδια με τις αμέτρητες φωτογραφίες, δίπλα σε καταρράκτες, σε αγάλματα, ανάμεσα σε κόσμο στις πλατείες και τα πάρκα. Έβλεπε τα καλοκαιρινά μπάνια στην θάλασσα. Έβλεπε το πρώτο τους κρεβάτι τα ζεστά βράδια που δεν ακουμπούσαν ο ένας τον άλλο.
Κι ύστερα αυτό άρχισε να συμβαίνει και τα κρύα βράδια, κι ύστερα τις μέρες, κι ύστερα πάντα. Η απόσταση μεγάλωνε. Είδε τη δουλειά της, τις πολλές αίθουσες με τα θρανία και το προαύλιο. Εκεί που είχε ρίξει όλη τη ζωή της για να γλυτώσει. Είδε εκείνη, με τα μακριά βαμμένα μαλλιά και τα μάτια που νόμιζες πως θα στην φέρουν από στιγμή σε στιγμή, αν έστω και για λίγο τολμούσες ν’ αφεθείς μέσα τους. Της μίλησε για όλα. Εκείνη την άκουγε, δεν της μιλούσε για τίποτα.
Είδε το φιλί στην αίθουσα των καθηγητών μια μέρα που είχαν και οι δυο κενό την πρώτη ώρα. Άρχισε να τρέμει μόλις εκείνη την ακούμπησε. Της χάιδεψε τα μαλλιά και την φίλησε στη μύτη. Κανείς δεν την είχε φιλήσει στη μύτη, στους άλλους ανθρώπους δεν άρεσε η μύτη της. Ούτε στην ίδια.
Είδε την πρώτη τους φορά, ένιωσε ξανά εκείνο το άγχος, την επιθυμία, την έξαψη, τη ζέστη. Ύστερα που εκείνη την αγκάλιασε κι άναψε τσιγάρο. Είχε κοιμηθεί ήρεμη μετά από καιρό εκείνο το μεσημέρι. Κι ύστερα όλο το άγχος της αποδοχής της. Από την ίδια, από τη μάνα της, απ’ τον καθένα.
Ύστερα δεν είδε τίποτα άλλο. Η πραγματικότητα έσκασε σαν βόμβα. Τώρα μπροστά της ήταν ο γκρίζος δρόμος και τα ματωμένα χέρια της. Το μυαλό της είχε βάλει ξαφνικά μπρος κι άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει, που να πάει, αν έπρεπε να συνεχίσει ή να σταματήσει.
Σκέφτηκε το μαχαίρι που πήρε από το συρτάρι, το στήθος του, πόσο απλό της ήταν να τον σκοτώσει, πόσο δεν στεναχωρέθηκε όταν τον είδε να σωριάζεται μπροστά της, πόσο έκλαψε για τη δική της ζωή που είχε χαθεί πριν καν ξεκινήσει και όχι για τη δική του. Σκέφτηκε πόσο διαφορετικά θα έπρεπε να είχαν έρθει τα πράγματα, τι ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει διαφορετικά, τι ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει για να σωθεί.
Κι εκεί, μια ηρεμία ήρθε και απλώθηκε από την κορυφή του κεφαλιού της μέχρι τα νύχια των ποδιών της. Μια λέξη: τίποτα. Τίποτα δεν μπορούσε να κάνει. 
 

18.7.12

"Καλωσήρθες στον μεταμοντερνισμό. Ζούμε στην εποχή της πληροφορίας"



Έκλεισε τα μάτια του. Προσπάθησε να μην σκέφτεται πόσο πολύ ήθελε να κάνει σεξ. Η γυναίκα δίπλα του μύριζε διαφορετικά. Σκέφτηκε, πως μαζί με όλα τα άλλα, θα είχε αλλάξει και σαμπουάν.

Ήθελε να ανάψει τσιγάρο. Είχε καπνίσει όμως πολύ. Ο λαιμός του τον ενοχλούσε. Συν το ότι τα λεφτά που είχε ήταν πια λίγα. Ήπιε μια γουλιά απ’ το ποτό που της είχε φτιάξει. Ύστερα μια ακόμα. Είχε βάλει τελικά πολύ λεμονάδα. Θα ‘πρεπε να το είχε κάνει πιο δυνατό, να την μεθύσει, να ρίξει τις αναστολές της.

Τα μπούτια της ήταν γυμνά. Το ίδιο και τα πλευρά της, μέσα απ’ τα κομμένα μανίκια της μπλούζας. Φαινόταν λίγο το σουτιέν της, ένα κίνκυ λευκό σουτιέν που έμοιαζε λίγο με σεμέν.

Την ξύπνησε χαϊδεύοντας της τον ώμο. Εκείνη του απάντησε με κλειστά τα μάτια. Ένα σιγανό μμμ… Της είπε ότι ήθελε να το κάνουν. «Θέλεις να κάνουμε σεξ;», την ρώτησε. Του είπε όχι. «Τι θέλεις να κάνουμε;». «Δεν ξέρω».

Ο έρωτας πέρασε γιατί δεν ήξεραν, γίνονται πόλεμοι γιατί δεν ξέρουμε, ο καπιταλισμός ζει γιατί δεν ξέρουμε. Τίποτα δεν ξέρουμε. Μόνο τις κάβλες καταλαβαίνουμε εύκολα.

Έκλεισε τα μάτια του. Προσπάθησε να κοιμηθεί. Το καβάλο του παντελονιού του ήταν πολύ στενό. Τον ενοχλούσε. Άραγε να ‘θελε απλά να πηδήξει; Αν τον ρωτούσε, θα έλεγε όχι. Και μάλλον έτσι ήταν.

Αποφάσισε να είναι ειλικρινής για εκείνο το βράδυ. Χρειάζεται ειλικρίνεια για να φτιάξεις κάτι που ν’ αξίζει, σκέφτηκε. Παραδέχτηκε στο δολοφόνο μέσα του, πως δεν είναι ερωτευμένος. Αποφάσισε πως αγαπάει πέρα από κάθε αμφιβολία. Τόσο εγωιστικά, όσο μπορεί να αγαπήσει άνθρωπος.

Πως μπορούσε εκείνη να κοιμάται και να μη γράφει; αναρωτήθηκε. Πως μπορούσε να κάνει το οτιδήποτε και να μη γράφει; Έπιασε τον εαυτό του να υπερβάλλει ξανά. Αλλά θαύμαζε τα κείμενα της, όπως ο κάθε παρατηρητής θαυμάζει έναν άλλο παρατηρητή, όχι για το αντικείμενο της παρατήρησης του, αλλά για τον τρόπο.

Δεν είχε νόημα εκείνο το βράδυ. Όχι εκείνη την στιγμή. Θα είχε νόημα την επόμενη μέρα, όταν εκείνη θα έφευγε σχεδόν για πάντα. Θα πήγαινε διακοπές. Θα έκανε σεξ μέσα σε μια σκηνή. Όχι μαζί του. Σιγά- σιγά είχε αρχίσει να συνηθίζει την ιδέα ότι δεν θα έκανε ποτέ ξανά σεξ μαζί του.

Αλλά την αγαπούσε, κι αυτό διευκόλυνε τα πράγματα. Εκείνη θα ήταν η μόνη που θα τον κούρευε έτσι. Πάντα μέσα σ’ ένα μπάνιο δικό του. Μόνο δικό του. Εκείνη είχε εδώ και καιρό δικό της μπάνιο, διαφορετικό, και το μοιραζόταν μ’ όποιον της άρεσε.

Πόσο μοιάζει ο έρωτας μ’ αυτό που δεν είναι έρωτας… Είχε μάθει να ξεχωρίζει τη διαφορά και ήταν χαρούμενος γι’ αυτό. Ήξερε να νιώθει ότι αγαπάει. Ήταν πιο ωραία η αγάπη γιατί ήταν ήρεμη. Ο έρωτας είναι ένα άγχος που καταστρέφει γέφυρες (πάντα του άρεσε να σκέφτεται τον κόσμο σαν στεριά και τον εαυτό του νησί) και δεν τον έπαιρνε να καταστρέψει κι άλλα τώρα. Είχε σωθεί την τελευταία στιγμή (η αχαριστία είναι βέβαια δικαίωμα, αλλά αυτό δεν την κάνει λιγότερο επικίνδυνη). Τώρα, έπρεπε να κρατηθεί απλά στο κούτσουρο που έτυχε να επιπλέει δίπλα του και να περιμένει.

Ήταν το πρώτο βράδυ χωρίς σεξ, που ένιωθε καλά με τον εαυτό του, σκέφτηκε. Αυτό σίγουρα ήταν κάτι. Η αυτοπεποίθηση τον τύλιξε, μαζί με τον καπνό απ’ το τσιγάρο του.        

5.7.12

Αλντεμπαράν


Ήταν όμορφη. Σίγουρα ήταν όμορφη. Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλή, ούτε κι είχε τις τέλειες αναλογίες. Αλλά ήταν όμορφη. Πιο όμορφη από τις περισσότερες.
Ανέβαινε πάντα στο λεωφορείο θυμωμένη. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που πρόσεχες πάνω της. Αυτό και τα μαλλιά της. Όταν ήταν στο κατάλληλο μήκος, θύμιζαν μποέμ καλλιτέχνιδα στο Παρίσι της μαγικής δεκαετίας του ’20.
Δεν της άρεσαν πολύ οι άνθρωποι. Νόμιζε πως έβλεπε στα πρόσωπα τους τον εαυτό της κι αυτό την αηδίαζε. Ντρεπόταν και φοβόταν μη γίνει κάποια μέρα σαν κι αυτούς. Δεν ήταν αυτό που την καθόριζε όμως. Όχι το μίσος. Όσους αγαπούσε, τους αγαπούσε πολύ. Σαν αυτούς τους λίγους ανθρώπους που γεννιούνται κάθε δεκαετία και δεν πρέπει ποτέ να τους δεις να κλαίνε αλλά που είσαι καταδικασμένος να τους πληγώσεις αν βρεθείς πολύ κοντά τους.
Είχε ταλέντο. Είχε ταλέντο σε πολλά πράγματα: στον τρόπο που περπατούσε στο δρόμο, στον τρόπο που ανέβαινε τις σκάλες, στον τρόπο που γελούσε μαζί σου, όταν έτρωγε, στο πως καταλάβαινε τον κόσμο γύρω της κοιτάζοντας τον. Δεν σ’ άφηνε να το αντιληφθείς, αλλά το βλέμμα της στεκόταν σε κάθε τι που το δικό σου δεν έδινε σημασία. Ύστερα, γυρνούσε στο σπίτι και το ‘γραφε σ’ ένα χαρτί και το έκλεινε σε κάποιο συρτάρι. Άμα το διάβαζες, καταλάβαινες, και τότε τρόμαζες κι ένιωθες λίγος. Για λίγο όμως. Γιατί μετά σε παρέσυρε απλά το δικό της πολύ και ήταν ωραία.
Ήθελε να βρει τον εαυτό της, κι αυτό ήταν το λάθος. Ένα λάθος που κάνουμε όλοι κάποια στιγμή. Ακόμα κι εκεί είχε όμως μια γοητεία. Όχι την κλασσική, του χάους. Περπατούσε σ’ ένα τεντωμένο σκοινί και κάθε λεπτό υπήρχε ο κίνδυνος να πέσει στο κενό, κι από ‘κει στην θάλασσα κι εκεί να ζήσει πια με τα φύκια και να μην την ξαναδεί κανείς. Κάθε της βήμα ήταν ασταθές, κι όμως πάντα τα κατάφερνε.
Έμοιαζε πολύ με τον φόβο. Όπως κι εκείνος, έτσι κι αυτή ήταν η κινητήρια δύναμη μιας ζωής που έβρισκε τα πατήματα της. Είτε ήταν πολύ κοντά, είτε τόσο μακριά που πια φαινόταν σαν μια κουκίδα χωρίς μάτια και χείλη και στήθος.
Δεν της άρεσαν τα μεγάλα λόγια. Ούτε να μιλάς όμορφα γιαυτήν. Τρόμαζε. Αποφάσιζε να μη δει την ομορφιά της, κι έτσι ότι κι αν έλεγες της φαινόταν υπερβολικό. Αδυνατούσε να φανταστεί ότι σέναν τόσο άσχημο κόσμο μπορούσε να υπάρχει κάτι που να μην είναι αποκρουστικό. Ναι, ήταν καχύποπτη. Όταν όμως αφηνόταν έμοιαζε με μια μικρή πολύχρωμη μπίλια που τρέχει σε μια απέραντη κατηφόρα. Τίποτα δεν μπορούσε να την σταματήσει.
Θα μπορούσες να μη γράψεις ξανά, και να είσαι ο αγαπημένος φίλος που θα έπεφτε μαζί της στα πατώματα και θανέβαινε μαζί της στην κορυφή ενός ουρανοξύστη της Νέας Υόρκης, για να μη νιώθει μόνη και να συνεχίζει να γράφει. Γιατί απλά σαρέσει ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα. Κι ίσως ακόμα, γιατί πάντα θεωρούσες ότι η λογική των ανθρώπων στα βιβλία της Βιρτζίνια Γουλφ είναι πολύ πιο ανθρώπινη και πραγματική απαυτή του 21ου αιώνα. Αλλά πρέπει να το αξίζεις. Ή να είσαι τυχερός. Γιαυτό και τώρα μισείς τόσο την αδυναμία σου να ζήσεις έξω απτα όρια που έβαλες στον εαυτό σου. Κι ας μην φταις εσύ γιαυτό.

Να, τώραΔεν μπόρεσες να συγκρατηθείς. Είπες πολλά. Κι αυτόν τον μελοδραματισμό πια τον έχεις παντρευτεί ενώπιον Θεού και ανθρώπων και χρόνια τώρα αρνείται να σου δώσει διαζύγιο.
Αλλά αφού μπροστά της η Σύλβια Πλαθ είναι ένα κακομαθημένο κοριτσάκι, τι άλλο μπορούσες να κάνεις ;



4.7.12

Η Αισθητική, της Αισθητικής, ω Αισθητική

Ζηλεύω τα φανταχτερά χρώματα.
Οι λάμπες στο δρόμο έπρεπε να φέγγουν
άλλες κίτρινο
άλλες πράσινο
άλλες ροζ
φως
και να κρέμονται πάνω τους
κόκκινες σημαίες.

Αλλά αυτά είναι ζητήματα αισθητικής.
Τώρα πεινάμε.

Άσε που όλες οι μεγάλες ταινίες είναι ασπρόμαυρες .