Κοιταχτήκανε
καλά μεταξύ τους λες και φοβόντουσαν ότι θα ξεχάσουν ο ένας το πρόσωπο του
άλλου. Έκανε ζέστη, τη γεμάτη υγρασία ζέστη του Αυγούστου. Οι σκνίπες του είχαν
ρημάξει τα πόδια μιας και ήταν η ώρα που έβγαιναν κάθε βράδυ, λίγο πριν
νυχτώσει. Εκείνη δεν την τσιμπούσαν ποτέ οι σκνίπες. Είχε περάσει πολύ ώρα
χωρίς να ειπωθεί κάτι κι είχε περάσει καιρός που η σιωπή τους προκαλούσε
αμηχανία.
«Λοιπόν,
γεια», έκανε εκείνη κοιτώντας στον στα μάτια.
Ένιωσε
εκνευρισμένος. Δεν ήξερε ακριβώς γιατί αλλά ο θυμός του ήταν μεγάλος. Έβαλε τα
χέρια στην τσέπη να βγάλει τα τσιγάρα του. Άναψε ένα για να νικήσει την
επιθυμία του να πεθάνει. Πέντε λεπτά κερδισμένης ζωής παρά τα όσα λένε οι
γιατροί για τα τσιγάρα. Δεν έβρισκε κάτι να πει. Η κοπέλα τον κοίταξε ανυπόμονα
στα χείλια. Ήθελε να φύγει από κει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Δεν μπορούσε όμως
να φύγει πριν κι εκείνος πει κάτι.
«Πρέπει
να φύγω», του είπε σαν να προσπαθούσε να τον κάνει να μιλήσει.
Πόσος
καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που κάνανε σεξ; Αναρωτήθηκε πόσος
καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που εκείνη έβγαλε πρόθυμα το
εσώρουχο της μπροστά του. Πολύς καιρός, σίγουρα. Απροσδιόριστα πολύς μα τώρα
φαινόταν σαν να επρόκειτο μόνο για μερικά λεπτά. Τελικά είναι αλήθεια αυτό που
λένε, πως καταλαβαίνεις τι έχεις μόνο τη στιγμή που το χάνεις. Σκέφτηκε πόσο
λίγες φορές είχαν βγει μαζί έξω κι αυτό τον στεναχώρησε. Αναρωτήθηκε γιατί η
ανθρωπότητα χαιρόταν για την εξέλιξη της τεχνολογίας όταν δεν είχε καταφέρει να
δημιουργήσει μια μηχανή που να σε πηγαίνει πίσω στον χρόνο.
Η
κοπέλα είχε κουραστεί να περιμένει. Πότε να ήταν η τελευταία στιγμή που τον
είχε ακούσει να λέει κάτι; Πριν λίγο, απάντησε στον εαυτό της, μα της είχε
φανεί σαν να πέρασαν χρόνια. Είχε πει τίποτα όσα χρόνια ήταν μαζί; Όχι, δεν της
είχε απευθύνει ποτέ τον λόγο, ήταν πάντα βουβός σαν ασπρόμαυρη ταινία. Ίσως
εκείνη να μην μπορούσε να τον ακούσει. Ίσως… Όχι, δεν είχε πει ποτέ τίποτα.
Έμενε πάντοτε βουβός σαν ασπρόμαυρη ταινία. Όλα είχαν τελειώσει. Αποφάσισε να
φύγει.
«Λοιπόν,
πρέπει να φύγω», είπε και του γύρισε την πλάτη.
Εκείνος
ακόμα κάπνιζε το ίδιο τσιγάρο. Ήθελε να την αρπάξει από το μπράτσο και να την
αναγκάσει να μείνει μαζί του από φόβο. Ήθελε να της φωνάξει πόσο δύσκολη θα
ήταν η ζωή χωρίς αυτόν δίπλα της, να αποκτήσει μαγικές δυνάμεις και να την
ξεγελάσει για να μην φύγει ποτέ, να κλάψει σαν μικρό παιδί για να την κάνει να
λυπηθεί. Ήθελε να τα κάνει όλα αυτά μαζί. Δεν κουνήθηκε από την θέση του.
Κάθισε σαν χαζός να καπνίζει το τσιγάρο του και να φυσάει τον καπνό. Ήθελε τόσο
να κάνει σεξ μαζί της που το παντελόνι του έμοιαζε ξαφνικά να είχε μικρύνει δυο
νούμερα στο καβάλο.
Σκατά.
Η
κοπέλα έστριψε στη γωνία, έκανε λίγο στην άκρη για να περάσει μια γυναίκα που
έσερνε ένα παιδικό καρότσι κι εξαφανίστηκε. Έτσι απλά σαν τζόγος. Μια περιουσία
που την ποντάρεις ξανά και ξανά στο ίδιο χρώμα γιατί κάποιος σου ψιθύρισε στο
αυτί ότι η ρουλέτα είναι πειραγμένη. Κι ύστερα, όταν χάνεις και γυρίζεις για να
του ζητήσεις τον λόγο, εκείνος έχει εξαφανιστεί. Σου είπαν ψέματα όλοι κι
ύστερα είπες κι εσύ ψέματα στον εαυτό σου.
Σκατά.