_κάθε καινούρια αρχή είναι και πιο κοντά στο τέλος .

19.11.11

Τέλος πια οι μελοδραματισμοί

Είδα ένα ντοκιμαντέρ σήμερα, στην κρατική τηλεόραση νομίζω, που δυο έντομα κάνανε σεξ. 
Το αρσενικό είχε καβαλήσει το θηλυκό και του δίνανε να καταλάβει. Αναρωτήθηκα αν το απολάμβαναν.
Έδειχναν να το ευχαριστιούνται πάντως.
Έκλεισα την τηλεόραση, έκανα μπάνιο, έφαγα, ήπια μια μπίρα, αλλά τα δυο έντομα συνέχιζαν να είναι στο μυαλό μου. 
Γαμημένοι μικροί εγκέφαλοι- ή και καθόλου εγκέφαλοι, δεν είμαι σίγουρος- που δεν έχουν άλλες σκοτούρες.
Κι εμείς εδώ να ερωτευόμαστε και να γράφουμε στίχους, να τρώμε και να ζωγραφίζουμε πίνακες, να απογοητευόμαστε που δεν έχουμε την τέλεια ζωή και να βγάζουμε φωτογραφίες.
Ανάθεμα με αν έστω κι ένας από μας ξέρει τι θέλει να πετύχει. Ίσως να κάνει τη ζωή του πιο υποφερτή, ίσως να την αλλάξει εντελώς, ίσως να βρει το ΝΟΗΜΑ.
Σκατούλες. Μόνο αυτό μένει στο τέλος. 

Σάββατο, 19 του Νοέμβρη 2011, 1:56 π.μ
Είμαι ο Χένρυ και είμαι καλά.
...
Ουπς, δεν είμαι ο Χένρυ...Σκατα!
Τώρα πρέπει να το ξαναπιάσω όλο πάλι από την αρχή.... 

18.11.11

Κάποια πράγματα δεν τα καταλαβαίνεις ποτε...

Σήμερα γνώρισα μια γυναίκα που κρατούσε συνεχώς ένα ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ. Της άρεσε, λέει, να τρίβει το μουνί της μ' αυτό. Δε μίλησα. Τι να πω, όπως τη βρίσκει ο καθένας.
Δεν θυμάμαι πως τη γνώρισα αλλά θυμάμαι ότι την κέρασα ένα ποτό. Καθίσαμε στο μπαρ. Μιλούσαμε, πίναμε, αλλά εκείνη συνέχιζε πάντα να κρατάει το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ.

Παρήγγειλε κονιάκ κι εγώ ουίσκι. Έπινε γρήγορα και πολύ. Που και που, έφερνε το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ στη μύτη της και το μύριζε. Της ζήτησα να το μυρίσω κι εγώ. Μου το 'δωσε. Μύριζε σαν κανονικό ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ. Παρατήρησα ότι δεν είχε κόψει τα αγκάθια. Είδα τα χέρια της. Ήταν γεμάτα πληγές.
Φεύγοντας, της πρότεινα να πάμε σπίτι μου. Ήθελα να δω πως ήταν αυτή η γυναίκα στο κρεβάτι. Ίσως είχε καιρό να πάει με άντρα, γι' αυτό και το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ. Όπως και να 'χει, μου είχε εξάψει την περιέργεια.

Καθίσαμε στον καναπέ. Της έβαλα ακόμη ένα ποτήρι κονιάκ και γέμισα ένα με ουίσκι για μένα. Ήμασταν ήδη λίγο μεθυσμένοι. Πλησίασα και τη φίλησα. Εκείνη ανταποκρίθηκε κι έχωσε τη γλώσσα της στο στόμα μου. Το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ πάντα στα χέρια της.
Την ξάπλωσα στο κρεβάτι και της έσκισα το πουκάμισο. Έβγαλα το παντελόνι μου και της σήκωσα την φούστα. Το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ πάντοτε στα χέρια της. Μπήκα μέσα της κι ένιωσα τα νύχια της να μπήγονται στο δέρμα μου. 
Όχι! Δεν ήταν τα νύχια. Ήταν το γαμημένο το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ με τα αγκάθια του. Ούρλιαξα από τον πόνο.

"Μη σταματάς", μου είπε εκείνη.

Έβγαλε τα αγκάθια από το δέρμα μου κι έφερε το χέρι της που κρατούσε το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ εκεί που τα σώματα μας ενώνονταν. Τα πέταλα του με γαργαλούσαν.
Αυτό ήταν. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Της είπα να ξεκουμπιστεί και να πάει στο σπίτι της να τρίβεται όσο θέλει με το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ της.
Μπήκα στο μπάνιο, άνοιξα το παγωμένο νερό κι έβαλα το ερεθισμένο μου σώμα από κάτω να συνέλθει.

Όταν βγήκα, τη βρήκα ακόμα ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, με το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ στο μουνί της. Έβγαλα μια κραυγή, της πήρα το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ από τα χέρια και το διέλυσα. Το κάναμε ώσπου τελείωσα.
Εκείνη σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Άκουσα γυαλιά να σπάνε. Την είδα να ξανάρχεται κρατώντας ένα σπασμένο μπουκάλι μπίρα. Πριν προλάβω να αντιδράσω, μου το κάρφωσε στην κοιλιά. Έφυγε. 

Τώρα, κάθομαι και περιμένω τις πρώτες βοήθειες, μ' ένα μπουκάλι μπίρα καρφωμένο στην κοιλιά μου. Ίσως προλάβουν και με σώσουν. Ίσως και όχι.
Κι όλα αυτά για ένα γαμημένο ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ.

16.11.11

Αντί προλόγου... μια ανάσα .

Ορίστε. Ξέχασα τον πρόλογο. Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τους προλόγους.
Ίσως δεν ξέρω τι θέλω να πω για κάτι πριν το ολοκληρώσω. Οπότε ένας σωστός πρόλογος θα έρθει μάλλον όταν θα αποφασίσω να σταματήσω να ασχολούμαι με αυτό το μπλογκ.

Τώρα θα αρκεστώ σε κάποιες λίγες σκέψεις.

Μέχρι πριν λίγες μέρες ζούσα σε μια πόλη που με έπνιγε. Είχε βάλει το κεφάλι μου ανάμεσα στα πόδια της και το έσφιγγε. Το σώμα της είχε γεράσει πια. Είχε χάσει την λάμψη της νιότης.
Προσπάθησα να ξεφύγω. Της χάιδεψα τα μπούτια, της είπα γλυκόλογα. Αυτή εκεί, αποφασισμένη να με σκοτώσει. Την χτύπησα. Πρέπει μάλιστα να της άφησα μια μικρή μελανιά πάνω από το γόνατο. Δεν την ένοιαξε.
Ίσως αν μπορούσα να της κάνω έρωτα να με άφηνε να ζήσω. Είχα χάσει κάθε έλξη γι' αυτήν όμως πια. Της είπα ψέμματα να μ'αφήσει, για να βγάλω τα ρούχα μου.
Από τότε τρέχω. Και καπνίζω. Πολύ. Βλέπω τον καπνό να φεύγει και να διαλύεται χωρίς σώμα, χωρίς χαμόγελο, δάκρυα ή στύση. Και τον χαίρομαι.

Στην αρχή πίστευα πως δεν μπορεί, κάπου υπάρχει μια λύση. Ίσως ένα κομμάτι μου το πιστεύει ακόμα. Κι αν δεν υπάρχει όμως; Κι αν απλώς κολυμπάμε σε μια βρώμικη θάλασσα, περιμένοντας για μια στεριά που δε βρίσκεται πουθενά παρά μόνο στο γαμημένο το μυαλό  μας;
Ίσως, αν το δεχτούμε αυτό να καταλάβουμε πως έχει πλάκα το κολύμπι. Όχι γιατί θα μας βγάλει κάπου ( εδώ ήταν που έκανε ένα μικρό λαθάκι ο Καβάφης με την Ιθάκη του...πολύ σημαντικό το ταξίδι σου λέει, αλλά πάντα στο μυαλό σου να 'χεις την Ιθάκη!) , ούτε γιατί διαφορετικά θα πνιγούμε. Απλώς είναι έτσι από την φύση του. Διασκεδαστικό .

Αυτά. Χρειαζόμουν μια ανάσα. Τώρα μπορώ να συνεχίσω να τρέχω. Ή να κολυμπάω .


15.11.11

Τι σκότωσε τον Μαξ

Ο Μαξ ήξερε τι ήθελε. Την έβλεπε γυμνή όπως ήταν πάνω στο κρεβάτι με τα πόδια ανοιχτά. Ήθελε να φύγει. Ο Μαξ ήταν όμορφος. Κάτω από το μπουφάν του οι μασχάλες του είχαν ιδρώσει. Την πλησίασε χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Ίσως εκείνη περίμενε να τη γλείψει. Δεν το είχε ξανακάνει. Δεν ήξερε πως και δεν ήθελε να το κάνει. Ο ιδρώτας έμπαινε στα μάτια του και τον έτσουζε. Η τύπισσα δεν αντιδρούσε καθόλου. Καθόταν αμίλητη κι έχωνε που και που το δάχτυλο στο στόμα της. 


Έβγαλε τις μπότες του. Τις τοποθέτησε με τάξη στην άκρη του κρεβατιού. Ξεκούμπωσε το πουκάμισο του κι έμεινε με το φανελάκι. Έλυσε τη ζώνη του παντελονιού του κι ανέβηκε στο κρεβάτι. Η γυναίκα του χαμογέλασε. Ο Μαξ σήκωσε το χέρι του που κρατούσε τη ζώνη, και το κατέβασε απότομα πάνω στο σώμα της. Η γυναίκα φώναξε. Ο Μαξ θα ορκιζόταν πως το έκανε από ηδονή. Την ξαναχτύπησε. Στην αρχή τα χτυπήματα ήταν αργά. Μεσολαβούσαν αρκετά δευτερόλεπτα μεταξύ τους. Σιγά σιγά γίνονταν όλο και πιο γρήγορα. Η γυναίκα φώναζε.


Σε λίγο έχυσε κι έμεινε να ανασαίνει βαριά. Ο Μαξ κατέβηκε από το κρεβάτι και ξαναφόρεσε τη ζώνη του. Έβαλε τα παπούτσια και το πουκάμισο. Ξαφνικά ένιωσε έναν φόβο να τον κατακλύζει. Πάλι κρύος ιδρώτας. 


Ο Μαξ βγήκε από το δωμάτιο κι άρχισε να τρέχει. Κατέβηκε τις σκάλες κινδυνεύοντας να γκρεμοτσακιστεί. Βγήκε στο δρόμο. Συνέχιζε να τρέχει. Όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο τρομαγμένος. Διέσχισε όλη την 4η Λεωφόρο κι έστριψε δεξιά προς την έξοδο της πόλης. Το στήθος του τον πονούσε αφόρητα. Ο Μαξ σωριάστηκε στο έδαφος. 


Ήταν Κυριακή και οι δρόμοι ήταν άδειοι. Δυο τρία αυτοκίνητα τον προσπέρασαν αδιάφορα. Ένας σκύλος τον μύρισε κι έφυγε. Ο Μαξ έβλεπε τη γυμνή γυναίκα στο κρεβάτι. Τώρα το δωμάτιο μύριζε φρεσκοστρωμένη άσφαλτο, αλλά αυτό μάλλον οφειλόταν στην μούρη του, που ακουμπούσε στο δρόμο. Η γυναίκα του μιλούσε. Του έλεγε να πάει κοντά της, να μη φοβάται. Κι αυτός έβγαλε τα ρούχα του βιαστικά και ξάπλωσε μαζί της. Την φίλησε και μπήκε μέσα της. 


Δεν χρειάστηκε να τη γλύψει.