Πάει κάμποσος καιρός.
Έξω έμοιαζε να χιονιζει και μύριζε χριστούγεννα. Αλλά τίποτα από αυτά πραγματικά δεν συνέβαινε. Απλώς έτσι όπως είχα κλείσει το φως, ξεγελάστηκα. Εκείνη μπήκε κουνιστή μέσα στο δωμάτιο, κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα- σταυροπόδι- με κοίταξε κι έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο κατανόησης και συμπαράστασης. Έβγαλε αργά την φούστα της- φουστα δεν φορούσε;- και ξανακάθισε.
"Και τώρα τι κατάλαβες;", τη ρώτησα.
Χαμογέλασε ξανά. Μερικά δόντια της ήταν κίτρινα, αλλά γενικά ήταν όμορφα.
"Τίποτα. Γιάτι πρέπει δηλαδή να καταλάβω κάτι; Απλώς έβγαλα τη φούστα μου"
Έκλεισα τα μάτια μου για να κοιμηθώ. Θα γινόμουνα κι εγώ ένας απ' αυτούς τους άνετους τύπους που έχουν τον υπνο στο τσεπάκι. Τέρμα κι οι μελοδραματισμοί και όλα.
Τα κατάφερα! Βυθίστηκα σ' ένα βαθύ ύπνο. Όχι όμως και χωρίς όνειρα.
Ξάπλωνα λέει στον καναπέ κι εκείνη μπήκε κουνιστή στο δωμάτιο, κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα κι εσκασε ένα πλατύ χαμόγελο γεμάτο κατανόηση και συμπαράσταση.
Άνοιξα τα μάτια μου και πετάχτηκα πάνω. Ήταν ακόμη εκεί, καθισμένη σταυροπόδι- ναι, τώρα είμαι σίγουρος, σταυροπόδι- και συνέχιζε να με κοιτάζει με αυτό το ηλίθιο χαμόγελο.
"Άντε γαμήσου", της είπα.
Σοβάρεψε αμεσως και με κοίταξε με θυμό.
"Τι επαθες τωρα; Άντε γαμήσου εσύ, που θα μου πεις να πάω να γαμηθώ. Μπορείς να μου πεις τι έπαθες;"
Σηκώθηκε κι άρχισε να φέρνει βόλτες στο δωμάτιο, πάνω- κάτω, πάνω- κάτω, με τα πόδια γυμνά.( Αν και είχε χάσει πια τη θηλυκότητα που είχε κάποτε, είχε ωραία πόδια).
Άρπαξε την φούστα της από το πάτωμα και την φόρεσε, σαν να ήθελε να με τιμωρήσει για την συμπεριφορά μου. Με πλησίασε και με έφτυσε. Έφυγε.
Αποφάσισα να ξανακοιμηθώ. Βαθιές εισπνοές και όλα θα πήγαιναν καλά. Έκλεισα τα μάτια μου τόσο σφιχτά που τελικά με πόνεσαν.
Καποια στιγμη με πήρε ο ύπνος.
Ήμουνα λέει ξαπλωμένος στον καναπέ κι εκείνη μπήκε κουνιστή στο δωμάτιο, κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα κι έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο κατανόησης και συμπαράστασης.
Ξύπνησα ξανά, κινδυνεύοντας να πέσω από το κρεβάτι. Σκατά! Είχα νευριάσει με τον εαυτό μου αλλά και μ' εκείνη και το καταλάβαινα πως θα περνούσε πολύς καιρός μέχρι να καταφέρω να κοιμηθώ με την ησυχία μου ξανά.
Άνοιξα ένα μπουκάλι τζιν που είχα στο σπίτι και κάθισα στον καναπέ. Κάθισα και περίμενα πότε θα καταφέρω να βγάλω από το μυαλό μου αυτή τη γαμημένη σκηνή. Οι ώρες πέρασαν, μετά οι μέρες, οι βδομάδες, μπήκαμε στον πρώτο μηνα, το δεύτερο κοκ. Το μπουκάλι είχε τελειώσει. Κι εγώ καθισμένος εκεί να περιμένω υπομονετικά. Έμαθα απ' εξω κάθε εκατοστό του δωματίου, κάθε μικρή λεπτομέρεια.
Ώσπου χτύπησε το κουδούνι. Σηκώθηκα και άνοιξα. Ήταν εκείνη. Φιληθήκαμε σταυρωτά, μπήκε μέσα- φορούσε παντελόνι αυτή τη φορά- κάθισε και τα είπαμε σαν φίλοι.
Αφιερωμένο στο ντ .