Ήταν βραδάκι νομίζω όταν ήρθε
κι είχα ήδη φορέσει τις παντόφλες μου
και καθόμουν μπροστά στην τηλεόραση.
Του άνοιξα, τον χαιρέτησα ευγενικά
και του είπα να περάσει μέσα.
Ήταν καλός άνθρωπος,
με το μαγαζάκι του, την οικογένεια του
και τον φόβο μη ποτέ μάθει ποιος πραγματικά ήταν.
Του πρόσφερα καφέ και μου είπε τα νέα του
κι ύστερα με ρώτησε να του πω κι εγώ τα δικά μου.
Ντράπηκα όμως.
Γιατί εγώ δεν ήμουν καλός άνθρωπος
κι ούτε μαγαζάκι είχα, ούτε οικογένεια
- εντάξει στο φόβο μοιάζαμε, αλλά μόνο εκεί-
κι έτσι προσπάθησα να το αποφύγω αλλάζοντας κουβέντα.
Φάνηκε πως το κατάλαβε
και πήρε ένα υπεροπτικό βλέμμα
και με κοίταζε πια
υποτιμητικά και με λύπηση
-ήταν καλός άνθρωπος, είπαμε-
κι αποφάσισε να με συμβουλεύσει απ' έξω απ' έξω
γιατί στο κάτω- κάτω δική μου ήταν η ζωή
κι εκείνος τα ήξερε τα όρια και μέχρι που τον έπαιρνε
και που έπρεπε να σταματήσει.
Δεν τα θυμάμαι όλα όσα μου είπε,
μόνο κάποιες σκόρπιες φράσεις
για το νόημα της ζωής,
την χαρά της οικογένειας,
μια καλή δουλίτσα
και την αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου
για όσα πραγματικά μας ενδιαφέρουν.
Μετά τον σκότωσα.
Ο δικηγόρος μου λέει πως θα υποστηρίξουμε ότι
το έγκλημα έγινε "εν βρασμώ ψυχής",
αλλά δεν είμαι τόσο σίγουρος αν αυτό ισχύει.
Νομίζω ότι το σχεδίαζα από καιρό .