_κάθε καινούρια αρχή είναι και πιο κοντά στο τέλος .

29.2.12

Βαρύ κι ασήκωτο. Βέβαια.

Έχω χρόνια να πάω στο κομμωτήριο.
Κανείς δεν το καταλαβαίνει, αλλά
είναι επιλογή μου, συνειδητή και τεκμηριωμένη,
να μην θέλω να κάθομαι
ανήμπορος
σε μια καρέκλα και ν' αφήνω
κάποιον άγνωστο να κάνει
ό, τι του αρέσει,
έχοντας την ψευδαίσθηση ότι ακολουθεί
δικές μου οδηγίες.
Βέβαια.
Γιατί όλη η ζωή μου είναι έτσι-
και ίσως και η δική σας,
αγαπητοί μου φίλοι-
και μιας και δεν μπορώ να κάνω
τίποτα για να το αλλάξω αυτό,
απολαμβάνω τις λίγες στιγμές
ελευθερίας
που μου επιτρέπονται,
ρίχνοντας ψαλιδιές αριστερά και δεξιά στα μαλλιά μου.
Βέβαια.
Το αποτέλεσμα όμως είναι άσχημο
και πολλές φορές μάλιστα, ντρέπομαι να βγω στο δρόμο.
Αλλά να, λέω στον εαυτό μου,
έτσι είναι, το 'χουν πει κι άλλοι,
βαρύ το τίμημα της ελευθερίας.

Έτσι δεν είναι,
αγαπητοί μου φίλοι;
Βέβαια.
Έτσι, έτσι, έτσι.

28.2.12

Στην υπόκλιση, του πετάξανε τριαντάφυλλα

Πληρώσανε όλοι το εισιτήριο,
    οι φίλοι,
και περάσανε μέσα να δούνε
που έκανε
      παράσταση
                τη ζωή του.
Σιωπήσανε ευγενικά,
         όπως
        έπρεπε
κι ακούσανε προσεκτικά- έτσι
                                     νομίζανε-
κάθε λέξη.
Κάπου γελάσανε λίγο
  -στην σκηνή που ήταν μόνος στο μπάνιο-
      αλλά σοβάρεψαν ξανά
               γρήγορα.
Στο τέλος
     πετάξανε τριαντάφυλλα
                  και χειροκροτήσανε.
Βγήκανε μαζί από το θέατρο
                            και πήγαν να γιορτάσουν την
        επιτυχία
   με μερικές μπίρες.
Στην αρχή
                     όλα ήταν εντάξει
αλλά όσο περνούσε η ώρα
 στα πρόσωπα τους άρχισε
    να εμφανίζεται η
            απορία,
                                    γιατί
παρά την μεγάλη
      επιτυχία της παράστασης
εκείνος
      ήταν μπλε και λυπημένος.
 Έκαναν υπομονή- όσο άντεξαν,
                                                 δεν τους κατηγορώ-
 αλλά κάποια στιγμή 
     τον ρωτήσανε:
"Αφού τελείωσε το θέατρο,
             γιατί
συνεχίζεις να υποδύεσαι τον ρόλο;"
"Γιατί τόσο δράμα,
                  ενώ όλοι-
    κοίτα γύρω!-
περνάνε 
       τόσο 
          καλά;"
                                                             Εκείνος
                                                           γέλασε
                                           γιατί δεν κατάλαβε
                               τον τόνο της φωνής τους
αλλά εκείνοι
  συνέχισαν να 
    τον κοιτάζουν
                          σοβαρά,
 μέχρι που 
βαρεθήκανε                           την υποτιθέμενη σαπίλα του
     και 
  φύγανε.



                Όταν τον βρήκαν να αιωρείται στην κουζίνα,
                                 κατάλαβαν.


23.2.12

(Θα) Περιμένω

Το τηλέφωνο χτυπάει.

"Ναι;", λέει εκείνη.
"Εγώ είμαι", λέει εκείνος.
Σιωπή εκείνη.
"Θέλω να σου μιλήσω", λέει εκείνος.
"Εγώ δεν θέλω", λέει εκείνη.
"Θα σε περιμένω στο..."
"Δεν θα έρθω"
"Εγώ θα περιμένω. Θα περιμένω στο μέηλ του πανεπιστημίου"
Σιωπή ξανά εκείνη.
"Θα περιμένω μέχρι να έρθεις", λέει εκείνος.

20.2.12

Κυκλοκυκλοθυμία


Διαβάζω, χωρίς να καταλαβαίνω τι,
μόνο τα δικά μου καταλαβαίνω,
που καίγονται μέσα σε καταπράσινες φιλίες,
αρχαιολογικά μνημεία
ανυπολόγιστης αξίας,
ανυπολόγιστης βλακείας,
και αράζω κάτω από ταβάνια
κι ακουμπάω την πλάτη μου σε τοίχους,
κάνοντας έρωτα στην
Μόνο-εκείνη-μου-απέμεινε
αδυναμία μου να τρελαθώ.
Επίτηδες ζω
και το σκέφτομαι καλά κάθε πρωί
και το τεκμηριώνω με επιχειρήματα,
σαν εκκεντρικός και μέινστρημ εξομολογητικός ποιητής
σε έναν κόσμο από τραπουλόχαρτα,
άξιος απόγονος μικροαστών δασκάλων
που τρώνε σάλτσα με μαχαιροπίρουνο.
Ξεφεύγω λίγο από μια αυταπάτη
που βούλιαξε στις λάσπες
και αγγίζω τις ευγενικές/σιχαμερές ψυχές
του ακροατηρίου που παραμένει στις θέσεις του,
"Παρακαλώ, λίγη υπομονή, τελειώνω",
σκορπίζωντας πολύτιμα σωματικά υγρά
σε παρτούζες φαντασίας.
Κάνω αλαζονικές βόλτες
σε ένα χωριό κρετίνων/ηλιθίων
και δέχομαι την αξία της ζωής
που σαν φτηνή επιθεώρηση γελάει
με τις περίεργες φάτσες μας.
Μαντρώνω τους ενδοιασμούς
που φτύνουν στο μουνί της θλίψης
και φτιάχνω αλληγορίες
σαν κι αυτές που έφτιαχνες εσύ

Είμαι/δεν είμαι
ζωντανός.

Διαμάντι το μυαλό,
που αποδείχτηκε
κάρβουνο.

11.2.12

Αν τύχει και μπεις, να ανάψεις το φως γιατί έκλεισα τα παντζούρια και είναι σκοτεινά

"Μάλλον βρήκα ευκαιρία να κάνω το στομάχι μου χάλια ξανά.
Αλλά τη νύχτα μεταμορφώνομαι, σαν σούπερ- ήρωας, και μέσα στην ησυχία της απουσίας των ανθρώπων ντύνομαι ότι κοντινότερο έχω στον εαυτούλη μου.
Έπιασα έναν σταθμό με τζαζ του '50 και κάθισα μπροστά από την οθόνη ρουφώντας που και που μερικές γουλιές από μια μπίρα που έχει ζεσταθεί.
Ακόμη ένα βράδυ που πρέπει να ξημερώσει. Και να πάλι που δεν πρέπει να αφήσω την αυτοκαταστροφή να νικήσει.
Καταστρέφομαι πιο πολύ από τότε που έφυγες. Καταστρέφομαι πιο πολύ από τότε που γύρισα. Αλλά αυτό το ξέρεις καλύτερα απ' τον καθένα.
Λες και για να βγουν οι λέξεις πρέπει καταστρέψω ένα κομμάτι μου. Κι ένα κομμάτι σου ίσως. Το στήθος σου. Αυτό που μ' αρέσει πιο πολύ σ' εσένα. Αυτό που σημαίνει να παίρνεις μια ιδέα απ' την πολυδιαφημισμένη ευτυχία.
Αφήνω τη ζωή να με προσπεράσει, βγάζω φλας και σταματάω στην άκρη του δρόμου. Έρχομαι από γιορτή. Θυμάμαι τι ωραία που πέρασα. Θυμάμαι ότι μέθυσα, θυμάμαι ότι βρέθηκα μέσα σου. Πως έγινε κι έφυγα δεν το θυμάμαι. Ας είναι.
Κλείστηκα σε τέσσερις τοίχους και σε ανθρώπους που θυμόμουν ότι μ' αγαπούσαν.
Μια φορά βγήκα όλο κι όλο. Τρου στόρυ.
Δεν μετρούσα τα ποτήρια που γέμιζα και είχα μεθύσει. Κατέβηκα από το σπίτι και πήρα το 25. Ήταν άδειο. Έφτασα στο κέντρο, κατέβηκα και πήρα το 2. Έβγαλε φλας και κατέβηκα στη στάση που θυμόμουν πως ήταν το σπίτι σου. Ανέβηκα το δρόμο που ανεβαίναμε μαζί, ανυπόμονοι να ξεγυμνωθούμε στο πάτωμα ή στο μονό σου κρεβάτι. Σταμάτησα κάτω από το παράθυρο της κουζίνας. Δεν είχε φως. Άραγε μένει κάποιος εκεί τώρα;
Άναψα ένα τσιγάρο και κάθισα στο πεζοδρόμιο, ακριβώς κάτω από το μπαλκόνι με το ποδήλατο στον τοίχο. Στο πέμπτο τσιγάρο είχα ξεμεθύσει λίγο και κατάλαβα επιτέλους πως δεν θα έβγαινες στο παράθυρο να με φωνάξεις μέσα.
Αλλά νηφάλιος είναι δύσκολο να βρίσκεσαι στο δρόμο. Έζησα για μια φορά ακόμη την απουσία σου όπως τότε στην αρχή, το ίδιο δυνατά, να μου ξεσκίζει το στομάχι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Ιδρωμένος και φοβισμένος μέχρι τις τελευταίες τρίχες των ποδιών μου, έφτασα σπίτι.
Είχα κάνει την ηρωική μου έξοδο και είχε καταλήξει σε μακελειό, καταδικασμένη από την αρχή σε μια αποτυχία που είχα ποντάρει πάνω της όλα μου τα λεφτά.
Αλλά φλυαρώ. Και το κακό είναι ότι φλυαρώ μελοδραματικά.
Συγχώρεσε με. Είναι που μαζεύτηκαν πολλές σκατένιες μέρες κι όσο προσπαθώ να τους ξεφύγω, τόσο βυθίζομαι μέσα τους.
Θα θυμώσεις που μιλάω για μας έτσι, από ένα γαμημένο μπλογκ ενώ θα μπορούσα να τα είχα στείλει όλα αυτά σ' ένα γράμμα, σ' ένα μήνυμα, να σου τα είχα πει από κοντά ακόμα. Είναι που στο τελευταίο εκατοστό εδάφους πριν το κενό ήταν τα γράμματα, τα μηνύματα, τα λόγια και το στήθος σου και δεν τολμάω να πλησιάσω τίποτα από αυτά όσο επιμένεις να μη γυρίζεις.
Αλλά μην ανησυχείς. Θα μας καμουφλάρω. Εσένα σε λένε Αντιγόνη κι εμένα Ιεροκλή. Ορίστε. Τώρα δεν θα σε καταλάβει κανένας. Ούτε κι εμένα. Θα μπορέσουμε να ζήσουμε κρυμμένοι κι ευτυχισμένοι για πάντα κάνοντας μόνο σεξ.
Ξημερώνει. Ας είναι. Θα πιω έναν καφέ ή θα συνεχίσω με την μπίρα. Αναρωτιέμαι τι να κάνεις εσύ.
Ίσως αν κοιμηθώ να μην αναρωτιέμαι για λίγο. Αύριο με τη δουλειά θα ξεχαστώ έτσι κι αλλιώς.
Να είσαι καλά. Όταν θα συγχωρέσω τον εαυτό μου για κάθε στιγμή που δεν σε έκανα να γελάς, θα είμαι κι εγώ καλύτερα.
Να ντύνεσαι καλά."



Κάποια στιγμή σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα. Μ' έτρωγε η περιέργεια τι μπορεί να έγραφε τόση ώρα. Σηκώθηκα και πλησίασα το γραφείο. Είχε αφήσει το χαρτί χωρίς να το κρύψει σε κάποιο συρτάρι.  Ήταν μεθυσμένος. Διάβασα τι είχε γράψει και πρέπει να παραδεχτώ ότι μου άρεσε. Είχα καιρό να γράψω κάτι καλό κι έτσι του το έκλεψα. Το πιο πιθανό είναι να μη θυμάται τίποτα από όλα αυτά το πρωί. Έκλεισα την πόρτα προσεκτικά να μην κάνω θόρυβο και γύρισα στο σπίτι.

4.2.12

Χρωστούμενα


Χρωστάω σε
τρεις τράπεζες,
τον βενζινά,
τον σπιτονοικοκύρη,
τον μπακάλη,
μια παλιά γκόμενα,
δυο γονείς,
τον φούρναρη,
τον υδραυλικό,
έναν φίλο,
έναν άλλο φίλο
και τον ψυχίατρο
(που πήγα για να με
βοηθήσει να
ξεπεράσω το
άγχος που με
έπιασε επειδή
χρωστούσα σε
όλους τους
υπόλοιπους).

Και μετά μου λες
χιονίζει !

3.2.12

Ανώριμη Ειρωνία


Έχεις προβλήματα.
Λες, εντάξει,
όλοι έχουν προβλήματα.
Τα βάζεις κάτω και τα ξεπερνάς.
Κι ύστερα έρχονται κι άλλα
μεγαλύτερα προβλήματα.
Και λες, ας είναι
και τα ξεπερνάς κι αυτά.
Κι ύστερα καταλαβαίνεις
ότι πάντα θα έχεις προβλήματα.
Κι αν πάλι πεις
ας είναι, εντάξει
τότε σε λένε ώριμο.
Γιατί η ωριμότητα, άκουσα
είναι η δυνατότητα να
ξεπερνάς τα προβλήματα.
Σταματάς να είσαι παιδί, μεγαλώνεις.
Είναι πολύ αργά για να τα παρατήσεις
και πολύ νωρίς ακόμη.
Έτσι συνεχίζεις.
Κι ας μην ξέρεις που πας.
Αυτό δεν ενοχλεί κανέναν.
Γιατί κανένας δεν ξέρει που πηγαίνει.
Είναι όμως πολύ ώριμος
για να τον σταματήσει μια τέτοια
χαζή αιτία.
Όλα δένουν όμορφα μαζί.
Όλες οι μεγάλες αρετές
δένουν όμορφα μαζί.
Η αγάπη και η εμπιστοσύνη
και η τιμιότητα και η αξιοπρέπεια.
Κοίταξε γύρω
έναν ωραίο και ώριμο
κόσμο!
Κι αν μπορέσεις να
ξανασηκωθείς από το κρεβάτι σου
τότε σου αξίζει
και του αξίζεις .