"Μάλλον βρήκα ευκαιρία να κάνω το στομάχι μου χάλια ξανά.
Αλλά τη νύχτα μεταμορφώνομαι, σαν σούπερ- ήρωας, και μέσα στην ησυχία της απουσίας των ανθρώπων ντύνομαι ότι κοντινότερο έχω στον εαυτούλη μου.
Έπιασα έναν σταθμό με τζαζ του '50 και κάθισα μπροστά από την οθόνη ρουφώντας που και που μερικές γουλιές από μια μπίρα που έχει ζεσταθεί.
Ακόμη ένα βράδυ που πρέπει να ξημερώσει. Και να πάλι που δεν πρέπει να αφήσω την αυτοκαταστροφή να νικήσει.
Καταστρέφομαι πιο πολύ από τότε που έφυγες. Καταστρέφομαι πιο πολύ από τότε που γύρισα. Αλλά αυτό το ξέρεις καλύτερα απ' τον καθένα.
Λες και για να βγουν οι λέξεις πρέπει καταστρέψω ένα κομμάτι μου. Κι ένα κομμάτι σου ίσως. Το στήθος σου. Αυτό που μ' αρέσει πιο πολύ σ' εσένα. Αυτό που σημαίνει να παίρνεις μια ιδέα απ' την πολυδιαφημισμένη ευτυχία.
Αφήνω τη ζωή να με προσπεράσει, βγάζω φλας και σταματάω στην άκρη του δρόμου. Έρχομαι από γιορτή. Θυμάμαι τι ωραία που πέρασα. Θυμάμαι ότι μέθυσα, θυμάμαι ότι βρέθηκα μέσα σου. Πως έγινε κι έφυγα δεν το θυμάμαι. Ας είναι.
Κλείστηκα σε τέσσερις τοίχους και σε ανθρώπους που θυμόμουν ότι μ' αγαπούσαν.
Μια φορά βγήκα όλο κι όλο. Τρου στόρυ.
Δεν μετρούσα τα ποτήρια που γέμιζα και είχα μεθύσει. Κατέβηκα από το σπίτι και πήρα το 25. Ήταν άδειο. Έφτασα στο κέντρο, κατέβηκα και πήρα το 2. Έβγαλε φλας και κατέβηκα στη στάση που θυμόμουν πως ήταν το σπίτι σου. Ανέβηκα το δρόμο που ανεβαίναμε μαζί, ανυπόμονοι να ξεγυμνωθούμε στο πάτωμα ή στο μονό σου κρεβάτι. Σταμάτησα κάτω από το παράθυρο της κουζίνας. Δεν είχε φως. Άραγε μένει κάποιος εκεί τώρα;
Άναψα ένα τσιγάρο και κάθισα στο πεζοδρόμιο, ακριβώς κάτω από το μπαλκόνι με το ποδήλατο στον τοίχο. Στο πέμπτο τσιγάρο είχα ξεμεθύσει λίγο και κατάλαβα επιτέλους πως δεν θα έβγαινες στο παράθυρο να με φωνάξεις μέσα.
Αλλά νηφάλιος είναι δύσκολο να βρίσκεσαι στο δρόμο. Έζησα για μια φορά ακόμη την απουσία σου όπως τότε στην αρχή, το ίδιο δυνατά, να μου ξεσκίζει το στομάχι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Ιδρωμένος και φοβισμένος μέχρι τις τελευταίες τρίχες των ποδιών μου, έφτασα σπίτι.
Είχα κάνει την ηρωική μου έξοδο και είχε καταλήξει σε μακελειό, καταδικασμένη από την αρχή σε μια αποτυχία που είχα ποντάρει πάνω της όλα μου τα λεφτά.
Αλλά φλυαρώ. Και το κακό είναι ότι φλυαρώ μελοδραματικά.
Συγχώρεσε με. Είναι που μαζεύτηκαν πολλές σκατένιες μέρες κι όσο προσπαθώ να τους ξεφύγω, τόσο βυθίζομαι μέσα τους.
Θα θυμώσεις που μιλάω για μας έτσι, από ένα γαμημένο μπλογκ ενώ θα μπορούσα να τα είχα στείλει όλα αυτά σ' ένα γράμμα, σ' ένα μήνυμα, να σου τα είχα πει από κοντά ακόμα. Είναι που στο τελευταίο εκατοστό εδάφους πριν το κενό ήταν τα γράμματα, τα μηνύματα, τα λόγια και το στήθος σου και δεν τολμάω να πλησιάσω τίποτα από αυτά όσο επιμένεις να μη γυρίζεις.
Αλλά μην ανησυχείς. Θα μας καμουφλάρω. Εσένα σε λένε Αντιγόνη κι εμένα Ιεροκλή. Ορίστε. Τώρα δεν θα σε καταλάβει κανένας. Ούτε κι εμένα. Θα μπορέσουμε να ζήσουμε κρυμμένοι κι ευτυχισμένοι για πάντα κάνοντας μόνο σεξ.
Ξημερώνει. Ας είναι. Θα πιω έναν καφέ ή θα συνεχίσω με την μπίρα. Αναρωτιέμαι τι να κάνεις εσύ.
Ίσως αν κοιμηθώ να μην αναρωτιέμαι για λίγο. Αύριο με τη δουλειά θα ξεχαστώ έτσι κι αλλιώς.
Να είσαι καλά. Όταν θα συγχωρέσω τον εαυτό μου για κάθε στιγμή που δεν σε έκανα να γελάς, θα είμαι κι εγώ καλύτερα.
Να ντύνεσαι καλά."
Κάποια στιγμή σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα. Μ' έτρωγε η περιέργεια τι μπορεί να έγραφε τόση ώρα. Σηκώθηκα και πλησίασα το γραφείο. Είχε αφήσει το χαρτί χωρίς να το κρύψει σε κάποιο συρτάρι. Ήταν μεθυσμένος. Διάβασα τι είχε γράψει και πρέπει να παραδεχτώ ότι μου άρεσε. Είχα καιρό να γράψω κάτι καλό κι έτσι του το έκλεψα. Το πιο πιθανό είναι να μη θυμάται τίποτα από όλα αυτά το πρωί. Έκλεισα την πόρτα προσεκτικά να μην κάνω θόρυβο και γύρισα στο σπίτι.
Αλλά τη νύχτα μεταμορφώνομαι, σαν σούπερ- ήρωας, και μέσα στην ησυχία της απουσίας των ανθρώπων ντύνομαι ότι κοντινότερο έχω στον εαυτούλη μου.
Έπιασα έναν σταθμό με τζαζ του '50 και κάθισα μπροστά από την οθόνη ρουφώντας που και που μερικές γουλιές από μια μπίρα που έχει ζεσταθεί.
Ακόμη ένα βράδυ που πρέπει να ξημερώσει. Και να πάλι που δεν πρέπει να αφήσω την αυτοκαταστροφή να νικήσει.
Καταστρέφομαι πιο πολύ από τότε που έφυγες. Καταστρέφομαι πιο πολύ από τότε που γύρισα. Αλλά αυτό το ξέρεις καλύτερα απ' τον καθένα.
Λες και για να βγουν οι λέξεις πρέπει καταστρέψω ένα κομμάτι μου. Κι ένα κομμάτι σου ίσως. Το στήθος σου. Αυτό που μ' αρέσει πιο πολύ σ' εσένα. Αυτό που σημαίνει να παίρνεις μια ιδέα απ' την πολυδιαφημισμένη ευτυχία.
Αφήνω τη ζωή να με προσπεράσει, βγάζω φλας και σταματάω στην άκρη του δρόμου. Έρχομαι από γιορτή. Θυμάμαι τι ωραία που πέρασα. Θυμάμαι ότι μέθυσα, θυμάμαι ότι βρέθηκα μέσα σου. Πως έγινε κι έφυγα δεν το θυμάμαι. Ας είναι.
Κλείστηκα σε τέσσερις τοίχους και σε ανθρώπους που θυμόμουν ότι μ' αγαπούσαν.
Μια φορά βγήκα όλο κι όλο. Τρου στόρυ.
Δεν μετρούσα τα ποτήρια που γέμιζα και είχα μεθύσει. Κατέβηκα από το σπίτι και πήρα το 25. Ήταν άδειο. Έφτασα στο κέντρο, κατέβηκα και πήρα το 2. Έβγαλε φλας και κατέβηκα στη στάση που θυμόμουν πως ήταν το σπίτι σου. Ανέβηκα το δρόμο που ανεβαίναμε μαζί, ανυπόμονοι να ξεγυμνωθούμε στο πάτωμα ή στο μονό σου κρεβάτι. Σταμάτησα κάτω από το παράθυρο της κουζίνας. Δεν είχε φως. Άραγε μένει κάποιος εκεί τώρα;
Άναψα ένα τσιγάρο και κάθισα στο πεζοδρόμιο, ακριβώς κάτω από το μπαλκόνι με το ποδήλατο στον τοίχο. Στο πέμπτο τσιγάρο είχα ξεμεθύσει λίγο και κατάλαβα επιτέλους πως δεν θα έβγαινες στο παράθυρο να με φωνάξεις μέσα.
Αλλά νηφάλιος είναι δύσκολο να βρίσκεσαι στο δρόμο. Έζησα για μια φορά ακόμη την απουσία σου όπως τότε στην αρχή, το ίδιο δυνατά, να μου ξεσκίζει το στομάχι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Ιδρωμένος και φοβισμένος μέχρι τις τελευταίες τρίχες των ποδιών μου, έφτασα σπίτι.
Είχα κάνει την ηρωική μου έξοδο και είχε καταλήξει σε μακελειό, καταδικασμένη από την αρχή σε μια αποτυχία που είχα ποντάρει πάνω της όλα μου τα λεφτά.
Αλλά φλυαρώ. Και το κακό είναι ότι φλυαρώ μελοδραματικά.
Συγχώρεσε με. Είναι που μαζεύτηκαν πολλές σκατένιες μέρες κι όσο προσπαθώ να τους ξεφύγω, τόσο βυθίζομαι μέσα τους.
Θα θυμώσεις που μιλάω για μας έτσι, από ένα γαμημένο μπλογκ ενώ θα μπορούσα να τα είχα στείλει όλα αυτά σ' ένα γράμμα, σ' ένα μήνυμα, να σου τα είχα πει από κοντά ακόμα. Είναι που στο τελευταίο εκατοστό εδάφους πριν το κενό ήταν τα γράμματα, τα μηνύματα, τα λόγια και το στήθος σου και δεν τολμάω να πλησιάσω τίποτα από αυτά όσο επιμένεις να μη γυρίζεις.
Αλλά μην ανησυχείς. Θα μας καμουφλάρω. Εσένα σε λένε Αντιγόνη κι εμένα Ιεροκλή. Ορίστε. Τώρα δεν θα σε καταλάβει κανένας. Ούτε κι εμένα. Θα μπορέσουμε να ζήσουμε κρυμμένοι κι ευτυχισμένοι για πάντα κάνοντας μόνο σεξ.
Ξημερώνει. Ας είναι. Θα πιω έναν καφέ ή θα συνεχίσω με την μπίρα. Αναρωτιέμαι τι να κάνεις εσύ.
Ίσως αν κοιμηθώ να μην αναρωτιέμαι για λίγο. Αύριο με τη δουλειά θα ξεχαστώ έτσι κι αλλιώς.
Να είσαι καλά. Όταν θα συγχωρέσω τον εαυτό μου για κάθε στιγμή που δεν σε έκανα να γελάς, θα είμαι κι εγώ καλύτερα.
Να ντύνεσαι καλά."
Κάποια στιγμή σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα. Μ' έτρωγε η περιέργεια τι μπορεί να έγραφε τόση ώρα. Σηκώθηκα και πλησίασα το γραφείο. Είχε αφήσει το χαρτί χωρίς να το κρύψει σε κάποιο συρτάρι. Ήταν μεθυσμένος. Διάβασα τι είχε γράψει και πρέπει να παραδεχτώ ότι μου άρεσε. Είχα καιρό να γράψω κάτι καλό κι έτσι του το έκλεψα. Το πιο πιθανό είναι να μη θυμάται τίποτα από όλα αυτά το πρωί. Έκλεισα την πόρτα προσεκτικά να μην κάνω θόρυβο και γύρισα στο σπίτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου