Ο Μαξ ήξερε τι ήθελε. Την έβλεπε γυμνή όπως ήταν πάνω στο κρεβάτι με τα πόδια ανοιχτά. Ήθελε να φύγει. Ο Μαξ ήταν όμορφος. Κάτω από το μπουφάν του οι μασχάλες του είχαν ιδρώσει. Την πλησίασε χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Ίσως εκείνη περίμενε να τη γλείψει. Δεν το είχε ξανακάνει. Δεν ήξερε πως και δεν ήθελε να το κάνει. Ο ιδρώτας έμπαινε στα μάτια του και τον έτσουζε. Η τύπισσα δεν αντιδρούσε καθόλου. Καθόταν αμίλητη κι έχωνε που και που το δάχτυλο στο στόμα της.
Έβγαλε τις μπότες του. Τις τοποθέτησε με τάξη στην άκρη του κρεβατιού. Ξεκούμπωσε το πουκάμισο του κι έμεινε με το φανελάκι. Έλυσε τη ζώνη του παντελονιού του κι ανέβηκε στο κρεβάτι. Η γυναίκα του χαμογέλασε. Ο Μαξ σήκωσε το χέρι του που κρατούσε τη ζώνη, και το κατέβασε απότομα πάνω στο σώμα της. Η γυναίκα φώναξε. Ο Μαξ θα ορκιζόταν πως το έκανε από ηδονή. Την ξαναχτύπησε. Στην αρχή τα χτυπήματα ήταν αργά. Μεσολαβούσαν αρκετά δευτερόλεπτα μεταξύ τους. Σιγά σιγά γίνονταν όλο και πιο γρήγορα. Η γυναίκα φώναζε.
Σε λίγο έχυσε κι έμεινε να ανασαίνει βαριά. Ο Μαξ κατέβηκε από το κρεβάτι και ξαναφόρεσε τη ζώνη του. Έβαλε τα παπούτσια και το πουκάμισο. Ξαφνικά ένιωσε έναν φόβο να τον κατακλύζει. Πάλι κρύος ιδρώτας.
Ο Μαξ βγήκε από το δωμάτιο κι άρχισε να τρέχει. Κατέβηκε τις σκάλες κινδυνεύοντας να γκρεμοτσακιστεί. Βγήκε στο δρόμο. Συνέχιζε να τρέχει. Όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο τρομαγμένος. Διέσχισε όλη την 4η Λεωφόρο κι έστριψε δεξιά προς την έξοδο της πόλης. Το στήθος του τον πονούσε αφόρητα. Ο Μαξ σωριάστηκε στο έδαφος.
Ήταν Κυριακή και οι δρόμοι ήταν άδειοι. Δυο τρία αυτοκίνητα τον προσπέρασαν αδιάφορα. Ένας σκύλος τον μύρισε κι έφυγε. Ο Μαξ έβλεπε τη γυμνή γυναίκα στο κρεβάτι. Τώρα το δωμάτιο μύριζε φρεσκοστρωμένη άσφαλτο, αλλά αυτό μάλλον οφειλόταν στην μούρη του, που ακουμπούσε στο δρόμο. Η γυναίκα του μιλούσε. Του έλεγε να πάει κοντά της, να μη φοβάται. Κι αυτός έβγαλε τα ρούχα του βιαστικά και ξάπλωσε μαζί της. Την φίλησε και μπήκε μέσα της.
Δεν χρειάστηκε να τη γλύψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου