_κάθε καινούρια αρχή είναι και πιο κοντά στο τέλος .

18.12.11

Δε γκρέητ Μάιλς Ντέιβις

Ο Μάιλς Ντέιβις σηκώθηκε ένα βράδυ από το κρεβάτι του με τα νεύρα του τεντωμένα, σαν σκοινιά που κρατάνε κρεμασμένους ενώ τους χορεύει ο αέρας.

Το δωμάτιο ήταν άδειο, τα φώτα σβηστά κι εκείνος θαρρείς πως φωσφόριζε με το άσπρο του φανελάκι και το άσπρο σώβρακο.

Πήρε ένα σχεδόν άδειο μπουκάλι τζιν από το πάτωμα και κούμπωσε μ' αυτό το στόμα του στραγγίζοντας το μέχρι να μείνει σκέτο γυαλί με μια πολύχρωμη ετικέτα.

"Είμαι ο Μάιλς Ντέιβις γαμώ το μπελά μου!", ούρλιαξε σπάζοντας την ησυχία της νύχτας, κάνοντας την κομμάτια να την μαζεύεις με την ηλεκτρική σκούπα.

"Γράφω την καλύτερη μουσική στον κόσμο!¨, συνέχισε στον ίδιο τόνο.

"Δεν υπάρχει κανείς σαν εμένα, διάολε!", είπε κι άρχισε να γελάει μ' ένα γέλιο παρανοϊκό, που νόμιζες πως έβγαινε από τρομπέτα.


Μετά, πήρε μια βαθιά ανάσα, τα μάτια του γαλήνεψαν κι έπεσε να κοιμηθεί.

Δεν έπαιξε μουσική, δεν έγραψε μουσική, δεν τρύπησε τη φλέβα του με καμιά βελόνα, δεν έκανε τίποτα το αξιοσημείωτο, τίποτα αντάξιο του Μάιλς Ντέιβις. 

Απλώς πήρε μια βαθιά ανάσα, έκλεισε τα γαληνεμένα του μάτια και βυθίστηκε στον ύπνο .  

2.12.11

Καναπέδες, φούστες και όνειρα

Πάει κάμποσος καιρός.
Έξω έμοιαζε να χιονιζει και μύριζε χριστούγεννα. Αλλά τίποτα από αυτά πραγματικά δεν συνέβαινε. Απλώς έτσι όπως είχα κλείσει το φως, ξεγελάστηκα. Εκείνη μπήκε κουνιστή μέσα στο δωμάτιο, κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα- σταυροπόδι- με κοίταξε κι έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο κατανόησης και συμπαράστασης. Έβγαλε αργά την φούστα της- φουστα δεν φορούσε;- και ξανακάθισε.

"Και τώρα τι κατάλαβες;", τη ρώτησα.
Χαμογέλασε ξανά. Μερικά δόντια της ήταν κίτρινα, αλλά γενικά ήταν όμορφα.
"Τίποτα. Γιάτι πρέπει δηλαδή να καταλάβω κάτι; Απλώς έβγαλα τη φούστα μου"
Έκλεισα τα μάτια μου για να κοιμηθώ. Θα γινόμουνα κι εγώ ένας απ' αυτούς τους άνετους τύπους που έχουν τον υπνο στο τσεπάκι. Τέρμα κι οι μελοδραματισμοί και όλα.
Τα κατάφερα! Βυθίστηκα σ' ένα βαθύ ύπνο. Όχι όμως και χωρίς όνειρα.
Ξάπλωνα λέει στον καναπέ κι εκείνη μπήκε κουνιστή στο δωμάτιο, κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα κι εσκασε ένα πλατύ χαμόγελο γεμάτο κατανόηση και συμπαράσταση.
Άνοιξα τα μάτια μου και πετάχτηκα πάνω. Ήταν ακόμη εκεί, καθισμένη σταυροπόδι- ναι, τώρα είμαι σίγουρος, σταυροπόδι- και συνέχιζε να με κοιτάζει με αυτό το ηλίθιο χαμόγελο.
"Άντε γαμήσου", της είπα.
Σοβάρεψε αμεσως και με κοίταξε με θυμό.
"Τι επαθες τωρα; Άντε γαμήσου εσύ, που θα μου πεις να πάω να γαμηθώ. Μπορείς να μου πεις τι έπαθες;"
Σηκώθηκε κι άρχισε να φέρνει βόλτες στο δωμάτιο, πάνω- κάτω, πάνω- κάτω, με τα πόδια γυμνά.( Αν και είχε χάσει πια τη θηλυκότητα που είχε κάποτε, είχε ωραία πόδια).
Άρπαξε την φούστα της από το πάτωμα και την φόρεσε, σαν να ήθελε να με τιμωρήσει για την συμπεριφορά μου. Με πλησίασε και με έφτυσε. Έφυγε.
Αποφάσισα να ξανακοιμηθώ. Βαθιές εισπνοές και όλα θα πήγαιναν καλά. Έκλεισα τα μάτια μου τόσο σφιχτά που τελικά με πόνεσαν.
Καποια στιγμη με πήρε ο ύπνος.
Ήμουνα λέει ξαπλωμένος στον καναπέ κι εκείνη μπήκε κουνιστή στο δωμάτιο, κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα κι έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο κατανόησης και συμπαράστασης.
Ξύπνησα ξανά, κινδυνεύοντας να πέσω από το κρεβάτι. Σκατά! Είχα νευριάσει με τον εαυτό μου αλλά και μ' εκείνη και το καταλάβαινα πως θα περνούσε πολύς καιρός μέχρι να καταφέρω να κοιμηθώ με την ησυχία μου ξανά.
Άνοιξα ένα μπουκάλι τζιν που είχα στο σπίτι και κάθισα στον καναπέ. Κάθισα και περίμενα πότε θα καταφέρω να βγάλω από το μυαλό μου αυτή τη γαμημένη σκηνή. Οι ώρες πέρασαν, μετά οι μέρες, οι βδομάδες, μπήκαμε στον πρώτο μηνα, το δεύτερο κοκ. Το μπουκάλι είχε τελειώσει. Κι εγώ καθισμένος εκεί να περιμένω υπομονετικά. Έμαθα απ' εξω κάθε εκατοστό του δωματίου, κάθε μικρή λεπτομέρεια.
Ώσπου χτύπησε το κουδούνι. Σηκώθηκα και άνοιξα. Ήταν εκείνη. Φιληθήκαμε σταυρωτά, μπήκε μέσα- φορούσε παντελόνι αυτή τη φορά- κάθισε και τα είπαμε σαν φίλοι.


Αφιερωμένο στο ντ .




19.11.11

Τέλος πια οι μελοδραματισμοί

Είδα ένα ντοκιμαντέρ σήμερα, στην κρατική τηλεόραση νομίζω, που δυο έντομα κάνανε σεξ. 
Το αρσενικό είχε καβαλήσει το θηλυκό και του δίνανε να καταλάβει. Αναρωτήθηκα αν το απολάμβαναν.
Έδειχναν να το ευχαριστιούνται πάντως.
Έκλεισα την τηλεόραση, έκανα μπάνιο, έφαγα, ήπια μια μπίρα, αλλά τα δυο έντομα συνέχιζαν να είναι στο μυαλό μου. 
Γαμημένοι μικροί εγκέφαλοι- ή και καθόλου εγκέφαλοι, δεν είμαι σίγουρος- που δεν έχουν άλλες σκοτούρες.
Κι εμείς εδώ να ερωτευόμαστε και να γράφουμε στίχους, να τρώμε και να ζωγραφίζουμε πίνακες, να απογοητευόμαστε που δεν έχουμε την τέλεια ζωή και να βγάζουμε φωτογραφίες.
Ανάθεμα με αν έστω κι ένας από μας ξέρει τι θέλει να πετύχει. Ίσως να κάνει τη ζωή του πιο υποφερτή, ίσως να την αλλάξει εντελώς, ίσως να βρει το ΝΟΗΜΑ.
Σκατούλες. Μόνο αυτό μένει στο τέλος. 

Σάββατο, 19 του Νοέμβρη 2011, 1:56 π.μ
Είμαι ο Χένρυ και είμαι καλά.
...
Ουπς, δεν είμαι ο Χένρυ...Σκατα!
Τώρα πρέπει να το ξαναπιάσω όλο πάλι από την αρχή.... 

18.11.11

Κάποια πράγματα δεν τα καταλαβαίνεις ποτε...

Σήμερα γνώρισα μια γυναίκα που κρατούσε συνεχώς ένα ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ. Της άρεσε, λέει, να τρίβει το μουνί της μ' αυτό. Δε μίλησα. Τι να πω, όπως τη βρίσκει ο καθένας.
Δεν θυμάμαι πως τη γνώρισα αλλά θυμάμαι ότι την κέρασα ένα ποτό. Καθίσαμε στο μπαρ. Μιλούσαμε, πίναμε, αλλά εκείνη συνέχιζε πάντα να κρατάει το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ.

Παρήγγειλε κονιάκ κι εγώ ουίσκι. Έπινε γρήγορα και πολύ. Που και που, έφερνε το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ στη μύτη της και το μύριζε. Της ζήτησα να το μυρίσω κι εγώ. Μου το 'δωσε. Μύριζε σαν κανονικό ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ. Παρατήρησα ότι δεν είχε κόψει τα αγκάθια. Είδα τα χέρια της. Ήταν γεμάτα πληγές.
Φεύγοντας, της πρότεινα να πάμε σπίτι μου. Ήθελα να δω πως ήταν αυτή η γυναίκα στο κρεβάτι. Ίσως είχε καιρό να πάει με άντρα, γι' αυτό και το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ. Όπως και να 'χει, μου είχε εξάψει την περιέργεια.

Καθίσαμε στον καναπέ. Της έβαλα ακόμη ένα ποτήρι κονιάκ και γέμισα ένα με ουίσκι για μένα. Ήμασταν ήδη λίγο μεθυσμένοι. Πλησίασα και τη φίλησα. Εκείνη ανταποκρίθηκε κι έχωσε τη γλώσσα της στο στόμα μου. Το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ πάντα στα χέρια της.
Την ξάπλωσα στο κρεβάτι και της έσκισα το πουκάμισο. Έβγαλα το παντελόνι μου και της σήκωσα την φούστα. Το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ πάντοτε στα χέρια της. Μπήκα μέσα της κι ένιωσα τα νύχια της να μπήγονται στο δέρμα μου. 
Όχι! Δεν ήταν τα νύχια. Ήταν το γαμημένο το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ με τα αγκάθια του. Ούρλιαξα από τον πόνο.

"Μη σταματάς", μου είπε εκείνη.

Έβγαλε τα αγκάθια από το δέρμα μου κι έφερε το χέρι της που κρατούσε το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ εκεί που τα σώματα μας ενώνονταν. Τα πέταλα του με γαργαλούσαν.
Αυτό ήταν. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Της είπα να ξεκουμπιστεί και να πάει στο σπίτι της να τρίβεται όσο θέλει με το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ της.
Μπήκα στο μπάνιο, άνοιξα το παγωμένο νερό κι έβαλα το ερεθισμένο μου σώμα από κάτω να συνέλθει.

Όταν βγήκα, τη βρήκα ακόμα ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, με το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ στο μουνί της. Έβγαλα μια κραυγή, της πήρα το ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ από τα χέρια και το διέλυσα. Το κάναμε ώσπου τελείωσα.
Εκείνη σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Άκουσα γυαλιά να σπάνε. Την είδα να ξανάρχεται κρατώντας ένα σπασμένο μπουκάλι μπίρα. Πριν προλάβω να αντιδράσω, μου το κάρφωσε στην κοιλιά. Έφυγε. 

Τώρα, κάθομαι και περιμένω τις πρώτες βοήθειες, μ' ένα μπουκάλι μπίρα καρφωμένο στην κοιλιά μου. Ίσως προλάβουν και με σώσουν. Ίσως και όχι.
Κι όλα αυτά για ένα γαμημένο ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ.

16.11.11

Αντί προλόγου... μια ανάσα .

Ορίστε. Ξέχασα τον πρόλογο. Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τους προλόγους.
Ίσως δεν ξέρω τι θέλω να πω για κάτι πριν το ολοκληρώσω. Οπότε ένας σωστός πρόλογος θα έρθει μάλλον όταν θα αποφασίσω να σταματήσω να ασχολούμαι με αυτό το μπλογκ.

Τώρα θα αρκεστώ σε κάποιες λίγες σκέψεις.

Μέχρι πριν λίγες μέρες ζούσα σε μια πόλη που με έπνιγε. Είχε βάλει το κεφάλι μου ανάμεσα στα πόδια της και το έσφιγγε. Το σώμα της είχε γεράσει πια. Είχε χάσει την λάμψη της νιότης.
Προσπάθησα να ξεφύγω. Της χάιδεψα τα μπούτια, της είπα γλυκόλογα. Αυτή εκεί, αποφασισμένη να με σκοτώσει. Την χτύπησα. Πρέπει μάλιστα να της άφησα μια μικρή μελανιά πάνω από το γόνατο. Δεν την ένοιαξε.
Ίσως αν μπορούσα να της κάνω έρωτα να με άφηνε να ζήσω. Είχα χάσει κάθε έλξη γι' αυτήν όμως πια. Της είπα ψέμματα να μ'αφήσει, για να βγάλω τα ρούχα μου.
Από τότε τρέχω. Και καπνίζω. Πολύ. Βλέπω τον καπνό να φεύγει και να διαλύεται χωρίς σώμα, χωρίς χαμόγελο, δάκρυα ή στύση. Και τον χαίρομαι.

Στην αρχή πίστευα πως δεν μπορεί, κάπου υπάρχει μια λύση. Ίσως ένα κομμάτι μου το πιστεύει ακόμα. Κι αν δεν υπάρχει όμως; Κι αν απλώς κολυμπάμε σε μια βρώμικη θάλασσα, περιμένοντας για μια στεριά που δε βρίσκεται πουθενά παρά μόνο στο γαμημένο το μυαλό  μας;
Ίσως, αν το δεχτούμε αυτό να καταλάβουμε πως έχει πλάκα το κολύμπι. Όχι γιατί θα μας βγάλει κάπου ( εδώ ήταν που έκανε ένα μικρό λαθάκι ο Καβάφης με την Ιθάκη του...πολύ σημαντικό το ταξίδι σου λέει, αλλά πάντα στο μυαλό σου να 'χεις την Ιθάκη!) , ούτε γιατί διαφορετικά θα πνιγούμε. Απλώς είναι έτσι από την φύση του. Διασκεδαστικό .

Αυτά. Χρειαζόμουν μια ανάσα. Τώρα μπορώ να συνεχίσω να τρέχω. Ή να κολυμπάω .


15.11.11

Τι σκότωσε τον Μαξ

Ο Μαξ ήξερε τι ήθελε. Την έβλεπε γυμνή όπως ήταν πάνω στο κρεβάτι με τα πόδια ανοιχτά. Ήθελε να φύγει. Ο Μαξ ήταν όμορφος. Κάτω από το μπουφάν του οι μασχάλες του είχαν ιδρώσει. Την πλησίασε χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Ίσως εκείνη περίμενε να τη γλείψει. Δεν το είχε ξανακάνει. Δεν ήξερε πως και δεν ήθελε να το κάνει. Ο ιδρώτας έμπαινε στα μάτια του και τον έτσουζε. Η τύπισσα δεν αντιδρούσε καθόλου. Καθόταν αμίλητη κι έχωνε που και που το δάχτυλο στο στόμα της. 


Έβγαλε τις μπότες του. Τις τοποθέτησε με τάξη στην άκρη του κρεβατιού. Ξεκούμπωσε το πουκάμισο του κι έμεινε με το φανελάκι. Έλυσε τη ζώνη του παντελονιού του κι ανέβηκε στο κρεβάτι. Η γυναίκα του χαμογέλασε. Ο Μαξ σήκωσε το χέρι του που κρατούσε τη ζώνη, και το κατέβασε απότομα πάνω στο σώμα της. Η γυναίκα φώναξε. Ο Μαξ θα ορκιζόταν πως το έκανε από ηδονή. Την ξαναχτύπησε. Στην αρχή τα χτυπήματα ήταν αργά. Μεσολαβούσαν αρκετά δευτερόλεπτα μεταξύ τους. Σιγά σιγά γίνονταν όλο και πιο γρήγορα. Η γυναίκα φώναζε.


Σε λίγο έχυσε κι έμεινε να ανασαίνει βαριά. Ο Μαξ κατέβηκε από το κρεβάτι και ξαναφόρεσε τη ζώνη του. Έβαλε τα παπούτσια και το πουκάμισο. Ξαφνικά ένιωσε έναν φόβο να τον κατακλύζει. Πάλι κρύος ιδρώτας. 


Ο Μαξ βγήκε από το δωμάτιο κι άρχισε να τρέχει. Κατέβηκε τις σκάλες κινδυνεύοντας να γκρεμοτσακιστεί. Βγήκε στο δρόμο. Συνέχιζε να τρέχει. Όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο τρομαγμένος. Διέσχισε όλη την 4η Λεωφόρο κι έστριψε δεξιά προς την έξοδο της πόλης. Το στήθος του τον πονούσε αφόρητα. Ο Μαξ σωριάστηκε στο έδαφος. 


Ήταν Κυριακή και οι δρόμοι ήταν άδειοι. Δυο τρία αυτοκίνητα τον προσπέρασαν αδιάφορα. Ένας σκύλος τον μύρισε κι έφυγε. Ο Μαξ έβλεπε τη γυμνή γυναίκα στο κρεβάτι. Τώρα το δωμάτιο μύριζε φρεσκοστρωμένη άσφαλτο, αλλά αυτό μάλλον οφειλόταν στην μούρη του, που ακουμπούσε στο δρόμο. Η γυναίκα του μιλούσε. Του έλεγε να πάει κοντά της, να μη φοβάται. Κι αυτός έβγαλε τα ρούχα του βιαστικά και ξάπλωσε μαζί της. Την φίλησε και μπήκε μέσα της. 


Δεν χρειάστηκε να τη γλύψει.