Είπε να βρει καινούριο δρόμο. Έπρεπε να αλλάξει πολλά και κουραζόταν μόνο από την σκέψη. Ξάπλωνε στο κρεβάτι του κοιτάζοντας το ταβάνι κι αναρωτιόταν από πού έπρεπε να ξεκινήσει. Έκανε ζέστη και κάποιες στιγμές το μυαλό του χανόταν εντελώς. Σκεφτόταν κλιματιστικά να χορεύουν γύρω του και να τον δροσίζουν με παγωμένο αέρα, αλλά μετά σκέφτηκε ότι έτσι θα κρύωνε και συγκεντρώθηκε ξανά. Το σεντόνι του είχε γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα. Μακάρι να μπορούσε να κρατήσει το μυαλό του σε ένα πράγμα. Ίσως τον χειμώνα να το κατάφερνε. Αν είχε να πληρώσει για το πετρέλαιο δηλαδή, γιατί αλλιώς θα υπήρχε πρόβλημα. Το κρύο τον αποσυντόνιζε εξίσου.
Ο γιατρός του είχε απαγορεύσει να πίνει. Του είχε απαγορεύσει πολλά πράγματα, αλλά μόνο αυτό τον πείραζε. Δεν τον ένοιαζε που δεν μπορούσε πια να τρώει τηγανιτά, ούτε που έπρεπε να κόψει τους καφέδες και να πίνει πολύ κακάο, αλλά εκείνες οι παγωμένες μπίρες που στέκονταν βδομάδες τώρα στο ψυγείο, δεν τον άφηναν να κοιμηθεί. Είχε φτάσει σ’ ένα σημείο απ’ όπου δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω, χωρίς να το καταλάβει, και τώρα που έπρεπε να πάει μπροστά, είχε ξεμείνει από ιδέες.
Έπρεπε να βγει λίγο έξω, να δει πως ζούνε οι υπόλοιποι άνθρωποι. Περίμενε να έρθει το βράδυ. Ένοιωθε πιο ελεύθερος μέσα στο σκοτάδι. Μπορούσε να περπατάει αργά, με τον ρυθμό που διάλεγε εκείνος. Άναψε ένα τσιγάρο και κατηφόρισε προς το κέντρο. Κάτι του έλεγε πως τίποτα δεν θα συνέβαινε απόψε. Δεν θα γινόταν κανένα θαύμα και το επόμενο πρωί θα ήταν ίδιο όπως το χθεσινό.
Μπήκε στο πρώτο μπαρ που βρήκε και παρήγγειλε μια μπίρα. Από συνήθεια. Όταν ο μπάρμαν του έφερε το μπουκάλι, θυμήθηκε. Άφησε τα λεφτά και σηκώθηκε να φύγει. Συνέχισε τη βόλτα του καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πίσω απ’ τ’ άλλο. Χτύπησε το τηλέφωνο του και το έβαλε στο αθόρυβο. Δεν τον ένοιαζε ούτε να κοιτάξει ποιος ήταν. Φανταζόταν την συνομιλία, όπου κάποιος ξεχασμένος φίλος θα είχε έρθει στην πόλη και θα του πρότεινε να πάνε για καφέ. Δεν είχε μυαλό για δικαιολογίες τώρα. Θα τον έπαιρνε όταν έβρισκε μία.
Έκανε το γύρο της πλατείας, χάιδεψε ένα αδέσποτο σκυλί κι αγόρασε τσιγάρα. Έφτασε στο σπίτι κουρασμένος και ιδρωμένος. Έβγαλε τα ρούχα του κι έμεινε με το βρακί για να συνέλθει κάπως. Δεν θα έκανε τον κόπο να προσπαθήσει να κοιμηθεί. Ήξερε πως θα ερχόταν από μόνος του ο ύπνος μόλις έπιανε να ξημερώνει ή δεν θα ερχόταν καθόλου.
Ύστερα θυμήθηκε πως ξέχασε να παρατηρήσει τους ανθρώπους, πως περνούσαν τη ζωή τους. Αλλά πάλι, σκέφτηκε, ίσως και να ‘ταν καλύτερα, ίσως δεν υπήρχε και κάτι που άξιζε να δει. Η σκέψη αυτή δεν τον παρηγόρησε καθόλου. Στην πραγματικότητα δεν τον ένοιαζε και πολύ. Ίσως να έπινε τελικά μία μπίρα.