_κάθε καινούρια αρχή είναι και πιο κοντά στο τέλος .

23.7.12

"L'étranger" (aka "η ξένη")


Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Είχαν πια στεγνώσει και την πόνεσαν. Τα άλλοτε καλοχτενισμένα μαλλιά της, κολλούσαν τώρα από τον ιδρώτα πάνω στο μέτωπο και τον λαιμό της. Το δεξί της γόνατο- που είχε πρόβλημα εδώ και χρόνια- την πονούσε έτσι όπως είχε γονατίσει πάνω στο χαλί. Τα πόδια της είχαν μουδιάσει. Μέσα σε όλες τις της σκέψεις, κι ενώ δεν σκεφτόταν τίποτα, φαντάστηκε τον εαυτό της παράλυτο. Ίσως τότε μερικοί να την κοιτούσαν με μια κάποια συμπάθεια. Μα κι αυτό θα ήταν από λύπηση. Όχι, δεν υπήρχε κανένας τρόπος να νιώσει καλύτερα. Άραγε έτσι να έμοιαζε η στιγμή που πεθαίνει η ελπίδα; αναρωτήθηκε.
Η κουρτίνα ήταν ανοιχτή και ο ήλιος την χτυπούσε κατευθείαν στα μάτια. Δεν την ενοχλούσε, δεν βρισκόταν εκεί, επέπλεε σε μια θάλασσα με τα χέρια απλωμένα και ακίνητα. Ήταν δροσερά κι εκείνη ήταν γυμνή. Δεν ένιωθε ντροπή. Δεν ένιωθε τίποτα. Ακόμα κι ο πόνος είχε γίνει τώρα κάτι φυσικό, κάτι που δεν μπορούσε να αλλάξει.
Κοιτούσε τον άσπρο τοίχο απέναντι της. Όπου αλλού κι αν έστρεφε το βλέμμα της, υπήρχαν μόνο τα σημάδια της φυλακής της. Ο άσπρος τοίχος απέναντι, ήταν η ελευθερία της. Χωρίς να μετακινήσει το βλέμμα της, ψηλάφισε με το αριστερό της χέρι, τον χώρο μπροστά της. Το χαλί ήταν λεπτό, καλοκαιρινό. Κι ύστερα ένα σώμα, το στήθος, ο λαιμός, το πρόσωπο. Τα χείλη του είχαν στεγνώσει. Τα μάτια είχαν μείνει ανοιχτά. Έβαλε το δάχτυλο της μέσα στο ασπράδι τους, σαν να ήθελε να βρει με την αφή, ό, τι δεν είχε βρει με την όραση, όταν ήταν ακόμα ζωντανά και τα κοιτούσε. Τίποτα δεν ήταν εκεί. Τίποτα εκτός από μια γνώριμη ψύχρα.
Αν μπορούσε να νιώσει κάτι, θα ένιωθε καλύτερα. Τόσα χρόνια περίμενε αυτό το συναίσθημα, και τώρα που το άξιζε και είχε έρθει η ώρα, δεν μπορούσε να το έχει. Άρχισε να κλαίει ξανά, με λυγμούς αυτή τη φορά, και το μαχαίρι της έπεσε από το δεξί της χέρι. Φορούσε μια λουλουδάτη μπλούζα, καφέ φούστα μέχρι το γόνατο και ποδιά. Ήθελε να σηκωθεί από εκεί, να φύγει μακριά από το σώμα του, να μπει ίσως μέσα στον άσπρο τοίχο. Ήταν αδύνατο.
Σύρθηκε τελικά, περνώντας δίπλα από τα πόδια του, κλαίγοντας ακόμα, βγήκε από το σαλόνι, και συνέχισε μέχρι που ακούμπησε την πλάτη της πάνω στην εξώπορτα. Εκεί, μακριά του, η δύναμη της είχε επιστρέψει. Τινάχτηκε πάνω, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου από το τραπεζάκι που είχαν αγοράσει όταν παντρεύτηκαν, και βγήκε από το σπίτι.
Μέσα από τα υγρά της μάτια, η εικόνα της αυλής τους, του δρόμου, του απέναντι σπιτιού, έμοιαζε με φωτογραφία που είχε εκτεθεί πολύ στο φως. Όλα τα χρώματα ήταν τόσο έντονα κι όπου υπήρχε λευκό, ήταν καμένο. Έκλεισε την πόρτα πίσω της σιγανά, σαν να είχε όλη την ψυχραιμία του κόσμου. Ίσως την είχε. Ίσως δεν είχε τίποτα.
Περπατώντας προς το αυτοκίνητο και ξεκλειδώνοντας, έμοιαζε να πηγαίνει για ψώνια, για καφέ ή για να πληρώσει το λογαριασμό του τηλεφώνου. Είχε σταματήσει πια να κλαίει. Μόνο τα χέρια της την πρόδιδαν. Ήταν ματωμένα κι έτρεμαν, λες κι όλη η ένταση είχε αποθηκευτεί μέσα τους, για να διατηρηθεί το υπόλοιπο σώμα σταθερό.
Κάθισε, έβαλε τα χέρια στο τιμόνι κι έμεινε εκεί. Ο δρόμος ήταν άδειος, ήσυχος. Ένιωσε την ησυχία να της συνθλίβει το κεφάλι, κι άναψε την μηχανή για να την σπάσει. Πάτησε γκάζι και το αυτοκίνητο ξεκίνησε.
Οδηγούσε χωρίς να το καταλαβαίνει. Έστριβε, σταματούσε, έκοβε ταχύτητα, τα έκανε όλα χωρίς να το καταλαβαίνει. Σε λίγο τα σπίτια χάθηκαν και την θέση τους πήραν τα χωράφια. Στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου εκείνη δεν έβλεπε το δρόμο. Έβλεπε τη ζωή της.
Έβλεπε το γάμο της και πόσο ευτυχισμένοι έδειχναν όλοι τότε. Τα πράγματα έμοιαζαν απλά. Ένας ρόλος για τον καθένα, χωρίς υπεκφυγές, χωρίς υποψίες, χωρίς ανάγκη για αλλαγή, για κάτι διαφορετικό. Είδε τον άντρα της που της έγνεφε από μακριά, ενώ εκείνη δεχόταν τα συγχαρητήρια κοντινών συγγενών. Τον έβλεπε επάνω της, σχεδόν τον ένιωσε μέσα της, πηγαινοερχόταν αργά, εκείνη ένιωθε μια μελαγχολία, είχε σκεφτεί τότε πως έτσι είναι η αγάπη.
Έβλεπε τα πρώτα τους ταξίδια με τις αμέτρητες φωτογραφίες, δίπλα σε καταρράκτες, σε αγάλματα, ανάμεσα σε κόσμο στις πλατείες και τα πάρκα. Έβλεπε τα καλοκαιρινά μπάνια στην θάλασσα. Έβλεπε το πρώτο τους κρεβάτι τα ζεστά βράδια που δεν ακουμπούσαν ο ένας τον άλλο.
Κι ύστερα αυτό άρχισε να συμβαίνει και τα κρύα βράδια, κι ύστερα τις μέρες, κι ύστερα πάντα. Η απόσταση μεγάλωνε. Είδε τη δουλειά της, τις πολλές αίθουσες με τα θρανία και το προαύλιο. Εκεί που είχε ρίξει όλη τη ζωή της για να γλυτώσει. Είδε εκείνη, με τα μακριά βαμμένα μαλλιά και τα μάτια που νόμιζες πως θα στην φέρουν από στιγμή σε στιγμή, αν έστω και για λίγο τολμούσες ν’ αφεθείς μέσα τους. Της μίλησε για όλα. Εκείνη την άκουγε, δεν της μιλούσε για τίποτα.
Είδε το φιλί στην αίθουσα των καθηγητών μια μέρα που είχαν και οι δυο κενό την πρώτη ώρα. Άρχισε να τρέμει μόλις εκείνη την ακούμπησε. Της χάιδεψε τα μαλλιά και την φίλησε στη μύτη. Κανείς δεν την είχε φιλήσει στη μύτη, στους άλλους ανθρώπους δεν άρεσε η μύτη της. Ούτε στην ίδια.
Είδε την πρώτη τους φορά, ένιωσε ξανά εκείνο το άγχος, την επιθυμία, την έξαψη, τη ζέστη. Ύστερα που εκείνη την αγκάλιασε κι άναψε τσιγάρο. Είχε κοιμηθεί ήρεμη μετά από καιρό εκείνο το μεσημέρι. Κι ύστερα όλο το άγχος της αποδοχής της. Από την ίδια, από τη μάνα της, απ’ τον καθένα.
Ύστερα δεν είδε τίποτα άλλο. Η πραγματικότητα έσκασε σαν βόμβα. Τώρα μπροστά της ήταν ο γκρίζος δρόμος και τα ματωμένα χέρια της. Το μυαλό της είχε βάλει ξαφνικά μπρος κι άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει, που να πάει, αν έπρεπε να συνεχίσει ή να σταματήσει.
Σκέφτηκε το μαχαίρι που πήρε από το συρτάρι, το στήθος του, πόσο απλό της ήταν να τον σκοτώσει, πόσο δεν στεναχωρέθηκε όταν τον είδε να σωριάζεται μπροστά της, πόσο έκλαψε για τη δική της ζωή που είχε χαθεί πριν καν ξεκινήσει και όχι για τη δική του. Σκέφτηκε πόσο διαφορετικά θα έπρεπε να είχαν έρθει τα πράγματα, τι ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει διαφορετικά, τι ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει για να σωθεί.
Κι εκεί, μια ηρεμία ήρθε και απλώθηκε από την κορυφή του κεφαλιού της μέχρι τα νύχια των ποδιών της. Μια λέξη: τίποτα. Τίποτα δεν μπορούσε να κάνει. 
 

1 σχόλιο: