_κάθε καινούρια αρχή είναι και πιο κοντά στο τέλος .

31.7.12

Πάντα έρχεται μια στιγμή που είναι ωραία


Μπορείς να σκοτώσεις γι’ αυτήν;

Η ερώτηση ήταν ξεκάθαρη, πέρα από κάθε υπεκφυγή, μακριά από δικαιολογίες. Τον κοιτούσαν όλοι κατάματα περιμένοντας ν’ απαντήσει. Τους κοιτούσε κι αυτός. Προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο, δείχνοντας ότι σκέφτεται.

Τα βράδια στο παιδικό του κρεβάτι ήταν ωραία. Κοίταζε τους γνωστούς τοίχους, το γνωστό ταβάνι. Άκουγε τους γνωστούς θορύβους. Μπορούσε να την αγκαλιάσει για να την προστατέψει και να την σκοτώσει μαζί. Δεν ήξερε τι περισσότερο. Αν την έσωζε απ’ όλους, κάποια μέρα θα του έφευγε. Αν την σκότωνε, θα έμενε για πάντα η αληθινή του αγάπη. Ήταν μεγάλο το δίλλημα. Αλλά πάντα πριν αποφασίσει, εκείνη ξυπνούσε και τον κοίταζε σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά. Όλα τα σχέδια ματαιώνονταν. Όπως κάθε πρωί ματαιώνει τα όνειρα της νύχτας.

Ας συνέβαινε το ίδιο και τώρα, σκέφτηκε. Ας ξυπνούσε αυτός αυτή τη φορά κι ας μη χρειαζόταν να απαντήσει. Ένας εφιάλτης είναι ίσως ψεύτικος, παρόλα αυτά όμως δεν παύει να υπάρχει. Ο γερασμένος άντρας με την γαμψή μύτη τον κοίταξε από την ψηλή του έδρα- που ψήλωνε με την ώρα όλο και περισσότερο- με το σφυρί στο χέρι, έτοιμος να τον καταδικάσει(;). Να τον καταδικάσει γιατί όμως; Με ποια κατηγορία και με ποια στοιχεία εναντίον του; Δεν μπορούσε να απαντήσει σ’ αυτό. Ήταν όμως σίγουρος πως κάτι θα βρισκόταν στο τέλος. Είχε κάνει κι αυτός, όπως ο καθένας, λάθη στη ζωή του.

Το σεξ ήταν σαν την πρώτη μπουκιά από το αγαπημένο του γλυκό. Τα αγαπημένα γλυκά δεν μας λιγώνουν ποτέ. Αναρωτιόταν αν θα ήταν έτσι και με τις άλλες γυναίκες. Ένα λακκάκι στην μέση ήταν τα πάντα. Εκεί ξέπλενε τα λάθη του, εκεί έπαιρνε δύναμη για να κάνει καινούρια. Πόσος καιρός να είχε περάσει από τότε; Το λακκάκι θα ήταν ακόμα εκεί.

Θυμήθηκε τα καλύτερα αστεία που της είχε πει ποτέ και θέλησε να γελάσει. Ήρθε η στιγμή που αρκούσαν τα αστεία. Να, σκέφτηκε, η απάντηση. Μετά τον εφιάλτη θα είμαι πάλι εδώ. Ότι και να συμβεί, θα ξυπνήσω. Δεν είχε σημασία τι θα πει σ’ όλους αυτούς που τον κοιτούσαν εχθρικά στα μάτια. Αυτοί θα χάνονταν το πρωί, αυτοί δεν είχαν άλλη επιλογή. Εκείνος είχε.

Μπορούσε να ξυπνήσει και ν’ αγαπάει. Έτσι θα γινόταν κι η Επανάσταση. Να ‘χεις τρόπο να ζεις, αυτό ήταν το ζήτημα. Να βγάζεις το προστατευτικό από το παιδικό σου κρεβάτι, και να μη φοβάσαι αν θα πέσεις στο πάτωμα.

Θυμήθηκε τις στιγμές του χαμού, όταν όλα έμοιαζαν με έναν σκοτεινό διάδρομο χωρίς πόρτες. Λίγο παραπάνω αλάτι στο φαγητό, τίποτα περισσότερο. Μια ενόχληση στη γεύση. Αυτό.

Ένα ποτό με τσιγάρο, βόλτα και ωραία κουβέντα. Να τι έπρεπε να κάνει πριν κοιμηθεί.

Γύρισε στους δικαστές.
«Ναι, θα σκότωνα», τους είπε και χωρίς να περιμένει την απόφαση τους έφυγε από την αίθουσα.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου