_κάθε καινούρια αρχή είναι και πιο κοντά στο τέλος .

29.3.12

Άρνηση

Φωνή από ξυράφι και μέλι μαζί, από παλιά
σαπούνια κι από τωρινή, φρέσκια μπουγάτσα,
μελισσοκόμο αγαπητικό και θηλυπρεπές
βάδισμα, ίδια ιαγουάρος χορτοφάγος και
ιθαγενής με τακτ. Χρόνια λουζότανε στο ποτάμι
που η μαμά έπλενε τα ρούχα μας, ίδια νερά,
ίδιο μαλακτικό, ίδια χαμόγελα μέχρι τ' αυτιά,
ερωτηματικό πάθος, βόμβος από ζουζούνια, χώμα
με λουλούδια και χώμα με χόρτα, και κάτι
 ρώτησε μια μέρα χωρίς να πάρει απάντηση, εκνευρισμός
μετά, σπασίματα, γυαλιά, βαζάκια μαρμελάδα
και κάδρα με πίνακες του Μοντιλιάνι, αβέβαιη
μεταστροφή σε κάτι που θύμιζε λιωμένο παγωτό
βανίλια με κομμάτια σοκολάτας.
Είσαι καλά, είμαι καλά, είμαστε καλά κι ένας
ένας πηδάμε από το γκρεμό, μπρος στα πόδια μας,
όρθιοι, ξαπλωμένοι, σπασμένοι, ξανασυναρμολογημένοι,
έτοιμοι τώρα, ποτέ ξανά έτοιμοι, γέλιο, γέλιο, γέλιο
που κρύβει όση αμηχανία θα βρεις και στο πορτ μπαγκάζ
ενός παλιού αυτοκινήτου, και στην μπαλαρίνα ξανά!
και πέρα δώθε, πέρα δώθε, όλο εκεί, προστατευμένοι
από ασφαλιστικές δικλίδες. Μόνο που αρνείσαι να
διαβάσεις Μαρξ, κι αυτό δεν μπορώ να το συνηθίσω. Ακόμα.

27.3.12

Κρίμα τα μάτια σου

Μαύρη χολή και πύον κι απ' το λόφο με τα
λάμα να κοιτάζεις τα συγκρουόμενα στην πλατεία
που ήρθαν για το πανηγύρι, μπαμ και μπουμ να
χτυπάνε μεταξύ τους τα παιδάκια, παιδάκι κι εσύ
και να λες γιατί, να λες γιατί εγώ και που βρεθήκαν
όλοι αυτοί ξαφνικά γύρω μου, και πότε θα νυχτώσει.
Και όλοι να είναι ευτυχισμένοι, τα σκυλιά, οι γάτες, τα
δέντρα, τα σπίτια, οι άνθρωποι και μέχρι και οι τρίχες
των ποδιών τους να είναι ευτυχισμένες και
πως να αντέξεις τόση ευτυχία, μέλι με ρίγανη μαζί,
υγρό και πηχτό, σχεδόν θάνατος, σχεδόν αδυναμία,
απόγνωση σαν ρημαγμένο σπίτι δίπλα σ' ένα
καινούριο και φρεσκοβαμμένο κι απόπατος σκύλων.
Αισθητική γραμμένη σε πινακίδες νέον και αποσύνθεση
σε στυλ βαλκανικό, νεόπλουτος κιτς γαμπρός, γυμνός
κι ερεθισμένος μπροστά στον καθρέφτη, έτοιμος. Η νύφη
αλυσοδεμένη. Τα παιδιά εξαμηνίτικα. Ο καιρός
συννεφιασμένος. Πατιρντί από χάλκινα πνευστά, και
τρομπέτες και τρομπόνια κι εμφώνια, μύγα μες στο γάλα,
αντικοινωνική επανάσταση και βία, βία, βία, σιγανή,
ψυχρή, κρυμμένη, γλιστερή και λαδωμένη, και τρέχεις,
πόδια ξυλοπόδαρα, κι από κάτω ένα μπουλούκι ανθρώπων
να τα πριονίζει, και δωσ' του! Δωσ' του να δουλεύουν τα
τρακτέρ, δωσ' του να ξυρίζεσαι πριν την Ανάσταση, δωσ' του
να στοιβιάζονται τα βαμβάκια, δωσ' του, δωσ' του, δωσ' του, και
σε ΄μένα μη δίνεις τίποτα. Αχρείαστο είναι και το αντίο
αφού δε βλέπουμε μπροστά μας. Κι άντε οι τυφλοί δικαιολογούνται,
αλλά εμείς που τάχα έχουμε και εννενηνταπέντε μάτια;

23.3.12

Παρενέργειες έλλειψης φαρμάκων

Αμφεταμίνες και μπετόν. Μακριά, πολύ
μακριά από εκεί, εκεί που λένε πως
ηρεμεί το μυαλό, δίπλα απ' το ποτάμι
με τα ραδιενεργά απόβλητα και πέρα
από τις γραμμές του τραίνου, περιμένω. Τι;
Μόνιμη επαρχία. Μικρά μυαλά, μεγαλύτερα
από το δικό μου, σέπια του Βοσπόρου κι
ένα κουλούρι με σουσάμι να σε πιάσει
μέχρι το μεσημέρι. Βράγχια ψαριού. Αναπνοές
κάτω από το νερό- πολύ κάτω- άνετες και
χοληστερίνη. Κίτρινο χαπάκι, μπλε
χαπάκι, μαύρο- αυτό δε βγαίνει σε χάπι-
και για την ταμπακιέρα ούτε λόγος. Όχι εγώ, ποτέ
εγώ, μόνο οι άλλοι, πάντα οι άλλοι, μίσος
και κατανόηση, τσάι και συμπάθεια, χωρίς
χέρια, με το ζόρι πόδια, κεφάλια με κοντίσιονερ
για καλύτερη απόδοση. Δε διαβάζεις πια, δε σε
νοιάζει, βόρειος με ξανθό μαλλί ή μετανάστης
σπουδαγμένος; Και πάλι δεν έχει σημασία. Βυζί
με φωτοστέφανο. Ευλογημένη μαλακία κάθε τόσο,
με διεστραμμένα κομφετί, μικρά μικρά μικρά
κομμάτια και κομμάτια πιο μεγάλα, αναμνήσεις στου
διαόλου τη μάνα, και πιο κοντά, στην κόλαση την ίδια.
Χαμόγελα ανακούφισης και αδρεναλίνη. Νύχτα, μέρα,
ίδιες, ίδιο φως, ίδιο σκοτάδι, ίδιες φωνές, μόνο
σιωπή, τίποτα άλλο, σιωπή και ξερό ψωμί, τρέλα
τρέλα τρέλα που δεν θα έρθει ποτέ. Τώρα πια το ξέρω.
Καμπαναριό. Στο ντιν γελάω, στο νταν από 'δω παν κι
οι άλλοι.
Κι όσο για τα υπόλοιπα, όταν τα ζήσω θα σου πω. 

19.3.12

Τροχιά ή γύρω, γύρω, γύρω

Αγροτοκτηνοτροφικές μονάδες εικόνων που είναι σαν
χίλιες λέξεις και κάνουν κύκλο, κύκλο, κύκλο, γύρω
από το σώμα του, που είναι κρεμασμένο από ένα καρφί-σαν
πτώμα- στον τοίχο μιας γκαλερί σύγχρονης εικαστικής
τέχνης, ενώ το μυαλό του είναι εγκλωβισμένο σε μια
μόνιμη επαρχία, μακριά από επιτήδεια βλέμματα. όταν
βγάζει βόλτα τον σκύλο, κατουράει κάθε γωνιά, ενώ μέσα
του, βαθιά μέσα του, έχει φυλαγμένη την αίσθηση μιας
κίτρινης πινελιάς πάνω στον λευκό καμβά των τριχών του
και τρέχει γύρω, γύρω, γύρω από την ουρά του, σε μια
ασταμάτητη επανάληψη των "μπορώ" που κρύβει καλά
κάτω από το κρεβάτι. γκρεμίζονται οι φούρνοι και οι
παροιμίες αποκτούν τεράστια δύναμη, σαν τους κακούς,
πανούργους επιστήμονες του Χόλιγουντ, που θέλουν να
καταστρέψουν τον κόσμο όπως τον ξέρουμε, αποτελώντας
έτσι μια δύναμη ανανέωσης, που όμως αντιμετωπίζεται σαν
παραδοσιακή, οπισθοδρομική και συντηρητική μπούρδα,
επαναλαμβανόμενη ξανά, ξανά και ξανά, σαν έρωτας στο
σκοτάδι, σαν σεξ στο γάμο, σαν εσένα, σαν εσένα,
σαν εσένα, που τρέχεις μόνη γύρω απ' την φωτιά, ιθαγενής
με περίεργο όνομα, ρατσιστής με δικαίωμα στην ελευθερία,
μπέρδεμα που αποφασίζει να τακτοποιηθεί αλλά δεν τα καταφέρνει
και ουρλιάζει, ουρλιάζει, ουρλιάζει, και το ουρλιαχτό
περνάει τις στέπες και περνάει τις λεωφόρους και περνάει το
Δούναβη και φτάνει εδώ, εδώ εδώ, αποκομμένο απ' την
πραγματικότητα, γυμνό που μοσχοβολάει, αγαπημένα μισητό,
και με θλίβει- κι αυτός είναι ο λόγος της θλίψης, ο ένας και
μοναδικός- γιατί δεν έχω πια αυτιά να το ακούσω, ένα κομμάτι
ξύλο καρφωμένο στο χώμα, πάνω σε γρασίδι που έχει πιάσει
πάχνη και μόνο γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω γύρω από τον άξονα μου
και σαν τη γη, δεν πηγαίνω πουθενά.

16.3.12

Προσωπικό Ι: Κούνια-Μπέλα

Γράφω μόνο για να έχω την ψευδαίσθηση
πως σου μιλάω. Είναι δύσκολο, βλέπεις,
ν' ακούω την φωνή σου στον ύπνο μου,
ανάμεσα σε χρωματιστά σπιράλ, αέναης
κίνησης και σε κιτρινοπράσινα κομμάτια
χαρτί/χαρτόνι/μάτια. Έτσι, τα πρώτα
δευτερόλεπτα που ανοίγω τα μάτια μου-
τότε που είμαι πραγματικά ελεύθερος και
δεν ακούω/δε βλέπω τίποτα πέρα από αυτό
που πραγματικά υπάρχει/ πέρα από την
μοναξιά μου- νομίζω πως σε βγάζω ακόμη
φωτογραφίες, κι εσύ ακόμη πηγαίνεις
πέρα-δώθε/πέρα-δώθε στην κούνια που
βρήκες κρεμασμένη στο δέντρο, και που
εγώ δεν ανέβηκα ποτέ. Γιατί είχα πέσει
κάποτε από μία- μπραφ!- κι από τότε τις
φοβάμαι/αλλά να που τώρα, προς μεγάλη
ευχαρίστηση της βασιλευούσης και πανταχού
παρούσης και τα πάντα θωρούσης, ειρωνείας
ανέβηκα στην πιο μεγάλη/πιο επικίνδυνη κούνια
 που υπάρχει, μανιοκαταθλιπτική κούνια, μπρος-πίσω
κούνια, σκουριασμένη κούνια, κι έχω καθίσει με
τέτοιον τρόπο πάνω στ' αρχίδια μου, που
ο πόνος είναι αβάσταχτος. Έτσι κάνω για να
σε πιάσω, κι απλώνω τα χέρια, αλλά τα
στήθη σου τα γέμισες με ήλιον, σαν τα μπαλόνια
που μας αγόραζαν μικρά, και σε πήρε κι εσένα
ο αέρας, όπως εκείνον τον πίκατσου που μου
αγόρασε η μάνα μου από το πανηγύρι για
να σταματήσω να κλαίω. Κι ύστερα πάλι,
ξυπνάω για τα καλά, και να 'μαι εδώ να τα
γράφω αυτά, μόνο για να έχω την ψευδαίσθηση
πως σου μιλάω.

13.3.12

Το κυνήγι της ευτυχίας

Μπουρμπουλήθρες και μελάτα αυγά.
Σαν παιδί που παίζει/ ευνουχίζει/ διαμελίζει
το πλαστικό του, πανέμορφο κουκλοθέατρο.
Τέλειοι ρόμβοι, τετράγωνα, τρίγωνα κομφετί
που πέφτουν από το ταβάνι σε ένα καζάνι
που βράζει τα κόκαλα μας. Αχρείοι
φίλοι που μας χτυπάνε κατευναστικά στην πλάτη.
Βζουυμ το κουρδιστό αυτοκινητάκι που μας
έκαναν δώρο στα ένατα γενέθλια μας,
που την τούρτα την είχε φτιάξει η μαμά, που
δεινοπάθησε μέχρι να μας ξεγεννήσει.
Το φρεσκοκουρεμένο γρασίδι βρωμάει από τη βροχή.
Πεθαμένοι, από χρόνια φώναζαν πως πηγαίνουμε
στραβά και τώρα ξεθάβουν τα λείψανα τους για να
παραχώσουν άλλους πεθαμένους που μπορεί και να μην
φώναζαν τίποτα εκτός απ' τις βρισιές στη γυναικούλα τους
και στα αγόρια που έγιναν άντρες.
Το φρεσκοκουρεμένο γρασίδι πραγματικά βρωμάει.
Κραακ κάνουν τα μανταλάκια που ξεράθηκαν από τον ήλιο
"και σου 'πα να τα μαζεύεις απ' την απλώστρα όταν τελειώνεις!".
Ο Κάρολος είναι καταχωνιασμένος κάτω από άλλα βιβλία. Δεν βλέπει
το φως της μέρας, αλλά τουλάχιστον δεν σκονίζεται.
Οι λάμπες στους δρόμους έχουν ένα ωραίο κόκκινο φως όταν πρωτοανάβουν
και ταιριάζει με το τραπεζομάντιλο της μαμάς.
Η παρουσία σου έγινε φορτική, άυλη όπως ήταν, αλλά
ούτε κι αυτήν έχω κουράγιο πια να αποδιώξω. Μ' αρέσει
να την κοιτάζω γυμνή τα βράδια να σουλατσάρει μέσα στο δωμάτιο.
Ο χρόνος στο τηλέφωνο τελειώνει και περιμένω να κοπεί η σιωπή σου στην μέση.
Η σιωπή κόβεται με μαχαίρι. Ίσως
με πάρει κι εμένα ξώφαλτσα καμιά μέρα
και δεν χρειαστεί να σου πω "αντίο".
Ή μήπως στο είπα ήδη;

Τι λες; Μίλησες; Είναι η βροχή και δεν σ' ακούω!

12.3.12

Μακαρόνια με σάλτσα

Το πρώτο πράγμα που φάγαμε
μαζί ήταν μακαρόνια με σάλτσα. Έτοιμη
σάλτσα, αγορασμένη από το
σούπερ- μάρκετ, απ' τα ράφια με τις έτοιμες
σάλτσες. Μαγείρεψες εσύ
ή εγώ; Δεν θυμάμαι. Πάντως, όποιος και να
'ταν, τα έκανε σκληρά τα μακαρόνια,
σαν να ήθελε να πει στον άλλο "πρόσεξε,
δεν θα είναι εύκολο".
Μετά ξαπλώσαμε χορτάτοι να κάνουμε έρωτα
κι ήταν εντάξει το στομάχι μας, γιατί τα μακαρόνια
είναι εύπεπτο φαγητό και μας κάθισε καλά.
"Δεν είμαι η μάνα σου", είπες. "Το ξέρω",
είπα εγώ. "Ούτε η Εκείνη είμαι γιατί ακόμα αγαπάς
τις τσούλες που πηδούσες πριν". "Αυτό
πιστεύεις;", ρώτησα αλλά δεν πήρα απάντηση. Μόνο
γύρισες από την άλλη και κοιμήθηκες
θυμωμένη γιατί δεν σε πήρα αγκαλιά. Όταν ξύπνησες
μου είπες "δεν σου υπόσχομαι τίποτα".
Από εκείνη τη στιγμή ήμουν πολύ πιο υποψιασμένος
κάθε φορά που έτρωγα μακαρόνια με σάλτσα. Ποτέ
δεν μου κάθισαν τόσο καλά στο στομάχι όσο
εκείνη τη μέρα.
Εσύ δεν είχες ποτέ πρόβλημα με το φαγητό. Μόνο αν
έτρωγες πολύ αλλά κι αυτό το έκοψες πια.

9.3.12

Βραδινή περίπολος

Έχει πλάκα αν σκεφτείς
πόσες φορές αναρωτιέσαι τα ίδια πράγματα.
"Τι κάνω εδώ;", λες κι απλά
γυρίζεις πλευρό,
σβήνεις την τηλεόραση, που εκείνη την ώρα
παίζει εναλλάξ διαφημίσεις της unisef
και ροζ τηλεφώνων,
απορείς τι στο διάολο να έχει συμβεί
με τα τηλεμάρκετιγκ κι έχουν σταματήσει
πια να τα δείχνουν,
αναρωτιέσαι αν η Εκείνη κοιμάται
και πείθεις τον εαυτό σου πως
χρειάζεται ύπνο.
Κοιμάσαι, ξυπνάς, κι όταν έρθει
η ώρα ξανακοιμάσαι.
"Τι κάνω εδώ;", λες κι απλά
γυρίζεις πλευρό
και σκέφτεσαι ότι έχει πλάκα
το πόσες φορές αναρωτιέσαι τα ίδια πράγματα.
Η ίδια διαδικασία πάντα, και πάντα η ίδια διαδικασία.
Το πολύ πολύ, κάποιο βράδυ,
να πρέπει να σηκωθείς για κατούρημα. 

6.3.12

Πριν το τέλος. Αγρυπνία. Παραμύθι

Μείναν ξύπνιες οι γριές
με τα πεσμένα βυζιά
να ξενυχτήσουν το ψόφιο τομάρι
του κόσμου
κι απ' τα μεγάφωνα ακούγονται
όλη τη νύχτα κραυγές,
γιατί δε βρήκαν μουσική
που να ταιριάζει καλύτερα
στο τέλος.
Αχρείαστα
βαφτίσαν τα παιδιά οι γονείς,
όλα το ίδιο όνομα,
και τα ξεγέλασαν αγοράζοντας τους
ψεύτικα πλαστικά πιστόλια,
από φόβο μήπως την τελευταία στιγμή
πραγματικά θελήσουν να τους σκοτώσουν.
Όλα τα συστήματα κατέρρευσαν,
όλη αυτή η εξελιγμένη τεχνολογία,
κι έτσι δεν ξέρω αν προσπάθησες
να επικοινωνήσεις μαζί μου.
Αλλά μιας και είναι ώρα που τα παραμύθια
οργιάζουν,
θα φτιάξω κι εγώ το δικό μου
και θα 'χει σφαγές και αίματα
γιατί σιχάθηκα τα δικά σας,
γιατί αυτό το τέλος
δεν είναι ηλιοβασίλεμα σε μενεξεδί ουρανό.
Αυτό το τέλος
είναι βγαλμένα σωθικά, πεταμένα στο πάτωμα
πριν ακόμα ξημερώσει.