Γράφω μόνο για να έχω την ψευδαίσθηση
πως σου μιλάω. Είναι δύσκολο, βλέπεις,
ν' ακούω την φωνή σου στον ύπνο μου,
ανάμεσα σε χρωματιστά σπιράλ, αέναης
κίνησης και σε κιτρινοπράσινα κομμάτια
χαρτί/χαρτόνι/μάτια. Έτσι, τα πρώτα
δευτερόλεπτα που ανοίγω τα μάτια μου-
τότε που είμαι πραγματικά ελεύθερος και
δεν ακούω/δε βλέπω τίποτα πέρα από αυτό
που πραγματικά υπάρχει/ πέρα από την
μοναξιά μου- νομίζω πως σε βγάζω ακόμη
φωτογραφίες, κι εσύ ακόμη πηγαίνεις
πέρα-δώθε/πέρα-δώθε στην κούνια που
βρήκες κρεμασμένη στο δέντρο, και που
εγώ δεν ανέβηκα ποτέ. Γιατί είχα πέσει
κάποτε από μία- μπραφ!- κι από τότε τις
φοβάμαι/αλλά να που τώρα, προς μεγάλη
ευχαρίστηση της βασιλευούσης και πανταχού
παρούσης και τα πάντα θωρούσης, ειρωνείας
ανέβηκα στην πιο μεγάλη/πιο επικίνδυνη κούνια
που υπάρχει, μανιοκαταθλιπτική κούνια, μπρος-πίσω
κούνια, σκουριασμένη κούνια, κι έχω καθίσει με
τέτοιον τρόπο πάνω στ' αρχίδια μου, που
ο πόνος είναι αβάσταχτος. Έτσι κάνω για να
σε πιάσω, κι απλώνω τα χέρια, αλλά τα
στήθη σου τα γέμισες με ήλιον, σαν τα μπαλόνια
που μας αγόραζαν μικρά, και σε πήρε κι εσένα
ο αέρας, όπως εκείνον τον πίκατσου που μου
αγόρασε η μάνα μου από το πανηγύρι για
να σταματήσω να κλαίω. Κι ύστερα πάλι,
ξυπνάω για τα καλά, και να 'μαι εδώ να τα
γράφω αυτά, μόνο για να έχω την ψευδαίσθηση
πως σου μιλάω.
πως σου μιλάω. Είναι δύσκολο, βλέπεις,
ν' ακούω την φωνή σου στον ύπνο μου,
ανάμεσα σε χρωματιστά σπιράλ, αέναης
κίνησης και σε κιτρινοπράσινα κομμάτια
χαρτί/χαρτόνι/μάτια. Έτσι, τα πρώτα
δευτερόλεπτα που ανοίγω τα μάτια μου-
τότε που είμαι πραγματικά ελεύθερος και
δεν ακούω/δε βλέπω τίποτα πέρα από αυτό
που πραγματικά υπάρχει/ πέρα από την
μοναξιά μου- νομίζω πως σε βγάζω ακόμη
φωτογραφίες, κι εσύ ακόμη πηγαίνεις
πέρα-δώθε/πέρα-δώθε στην κούνια που
βρήκες κρεμασμένη στο δέντρο, και που
εγώ δεν ανέβηκα ποτέ. Γιατί είχα πέσει
κάποτε από μία- μπραφ!- κι από τότε τις
φοβάμαι/αλλά να που τώρα, προς μεγάλη
ευχαρίστηση της βασιλευούσης και πανταχού
παρούσης και τα πάντα θωρούσης, ειρωνείας
ανέβηκα στην πιο μεγάλη/πιο επικίνδυνη κούνια
που υπάρχει, μανιοκαταθλιπτική κούνια, μπρος-πίσω
κούνια, σκουριασμένη κούνια, κι έχω καθίσει με
τέτοιον τρόπο πάνω στ' αρχίδια μου, που
ο πόνος είναι αβάσταχτος. Έτσι κάνω για να
σε πιάσω, κι απλώνω τα χέρια, αλλά τα
στήθη σου τα γέμισες με ήλιον, σαν τα μπαλόνια
που μας αγόραζαν μικρά, και σε πήρε κι εσένα
ο αέρας, όπως εκείνον τον πίκατσου που μου
αγόρασε η μάνα μου από το πανηγύρι για
να σταματήσω να κλαίω. Κι ύστερα πάλι,
ξυπνάω για τα καλά, και να 'μαι εδώ να τα
γράφω αυτά, μόνο για να έχω την ψευδαίσθηση
πως σου μιλάω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου